Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών της Κυριακής, όποιος κυβερνητικός συνασπισμός συγκροτηθεί στη συνέχεια με ή χωρίς τη Μέρκελ, ένα είναι βέβαιο για την Ελλάδα, τις χώρες του Νότου και την Ευρωζώνη και την ΕΕ συνολικά:

Η όποια διόρθωση ή αλλαγή στη γραμμή πλεύσης του Βερολίνου ως προς τη διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης θα προκύψει από την πολιτική ηγεσία της χώρας, καθώς η κυριαρχία της στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς αποκλείει κάθε διαβούλευση με τους εταίρους.

 

Οι συσχετισμοί είναι συντριπτικοί υπέρ της Γερμανίας και δεν φαίνεται να μπορούν να ανατραπούν για το ορατό μέλλον: Όταν ξέσπασε η κρίση δανεισμού της Αθήνας την άνοιξη του 2010, η Γαλλία μπορούσε μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία να ζητήσουν συνολική θωράκιση της Ευρωζώνης και περαιτέρω βήματα εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

 

Σήμερα είναι πολύ αργά, καθώς Μαδρίτη, Ρώμη αλλά και Παρίσι χωρίς Σχέδιο Β εξαρτώνται απολύτως από την καλή θέληση της σημερινής και της επόμενης κυβέρνησης στο Βερολίνο.

 

Έτσι, με μια ουσιαστική ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση να είναι αδύνατη, με τον ρόλο των θεσμικών ευρωπαϊκών οργάνων υποβαθμισμένο, το ζητούμενο είναι με ποιο τρόπο θα ασκήσει το Βερολίνο μια δεδομένη κυριαρχία.

 

Μετά τη συγκρότηση ενιαίας Γερμανίας το 1990, τόσο ο Κολ όσο και ο Σρέντερ αλλά και η Μέρκελ στην πρώτη της θητεία το 2005-9 ήταν υποχρεωμένοι να διαπραγματεύονται τις ευρωπαϊκές επιλογές πρώτον με τη Γαλλία και κατά δεύτερο λόγο με τις μεγάλες χώρες Ιταλία και Ισπανία και αξιοποιούσαν τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς ώστε να μη συγκροτείται μέτωπο του Νότου: Η Γαλλία ήθελε την προνομιακή διμερή σχέση με το Βερολίνο, ενώ Ρώμη και Μαδρίτη παρέκαμπταν το Παρίσι με απευθείας διαπραγμάτευση με τη Γερμανία.

 

Αυτή την πολιτική ακολούθησαν Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία και μετά το 2010 και έστρωσαν έτσι το χαλί για τη γερμανική Ευρώπη.

 

Γιώργος Καπόπουλος από Έθνος 

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.