«Ήπια». Αυτή φέρεται να ήταν η κατ’ αρχήν αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην πρώτη ανάγνωση των συμπερασμάτων της έκθεσης της αμερικανικής ελεγκτικής εταιρείας Black Rock για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες.
Και όπως ήταν φυσικό, το γεγονός προκάλεσε μια σχετική «παγωμάρα» στην Αθήνα. Αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος που καθυστερεί n ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, αν και επισήμως προβάλλονται διάφορες αιτίες. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να συμφωνήσει n τρόικα, n οποία θα επιστρέψει στη χώρα μας τον Ιανουάριο.
Εν μέρει, η δικαιολογία αυτή έχει βάση, αλλά δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, η οποία, ως συνήθως, είναι πιο «σκληρή». Διερευνώντας κανείς περισσότερο την υπόθεση, αντιλαμβάνεται ότι η ΕΚΤ θεωρεί πως οι εκτιμήσεις της Black Rock δεν καλύπτουν πλήρως το πρόβλημα που κλήθηκε να διερευνήσει και εξαιτίας αυτού του λόγου, μέχρι στιγμής, δεν της ανάβει και το «πράσινο φως» για ανακοινώσεις.
Η άποψη της Φρανκφούρτης είναι πως οι ελεγκτές θα έπρεπε να υιοθετήσουν το πιο σκληρό από τα διαθέσιμα σενάρια και βάσει αυτού να κάνουν τις αναγωγές που έπρεπε να κάνουν. Ο δείκτης στο 9% Για παράδειγμα, στην ΕΚΤ δεν εγκρίνουν τη μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας για τις ελληνικές τράπεζες, όπως θα ισχύσει για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές. Η άποψή τους είναι πως από τη στιγμή που n Ελλάδα είναι «χώρα σε πρόγραμμα», ο δείκτης θα παραμείνει στο 9%, αντί του 8%. Μόνο από αυτή την αποκλιμάκωση, το όφελος θα έφτανε στα περίπου 2 δισ. ευρώ.
Αυτό το ποσό συνυπολογίζεται στην έκθεση, όμως η ΕΚΤ το απορρίπτει. Εννοείται, βεβαίως, ότι και η ίδια, ως ένα βαθμό, ενεργεί -θα μπορούσε να πει κανείς- υστερόβουλα. Και αυτό γιατί από τη στιγμή που σε λίγο καιρό θα έχει αποκλειστικά την ευθύνη των ελέγχων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, θέλει να το παραλάβει «καθαρό». Άρα, πιέζει για να υιοθετηθούν τα πιο σκληρά σενάρια, προκειμένου να πετύχει τον στόχο της.
Γι’ αυτό και η πρώτη αντίδραση στην έκθεση («ήπια») ακούγεται φυσιολογική σε όσους γνωρίζουν όλα τα δεδομένα του ζητήματος. Στην παρούσα φάση, σε εξέλιξη βρίσκονται διεργασίες για να βρεθεί μια λύση. Η ΕΚΤ πιέζει γιατί σε λίγο καιρό θα έχει αποκλειστικά την ευθύνη των ελέγχων του τραπεζικού συστήματος. Στην πραγματικότητα αναζητείται κάποιος συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο πλευρές. Το πιθανότερο δε, είναι ότι θα βρεθεί.
Το γεγονός, όμως, ότι η ΕΚΤ απαιτεί την κεφαλαιακή υπερκάλυψη των τραπεζών είναι ασφαλώς και ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στη Φρανκφούρτη. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο χαλάρωσης, προφανώς για να αποφύγει στο μέλλον προβλήματα, όπως αυτά που αντιμετώπισε στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Για παράδειγμα, τότε που σε καθ’ όλα επίσημους ελέγχους, η Τράπεζα Κύπρου ή n Λαϊκή Τράπεζα «περνούσαν» μετ’ επαίνων, για να έχουν λίγο καιρό μετά τη γνωστή κατάληξη. Για να επανέλθουμε στο ελληνικό θέμα, περισσότερες λεπτομέρειες, ως προς το περιεχόμενο της τελευταίας έκθεσης της Black Rock, δεν έχουν γίνει γνωστές. Ούτε ως προς την «απάντηση» της ΕΚΤ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι όποιες εξελίξεις, πλέον, μετατίθενται για το νέο έτος (σ.σ. πιθανότατα τον Ιανουάριο). Σε αυτό, συμφωνούν όλοι, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Φρανκφούρτη. Επίσης, όλοι, αλλά ειδικά στην Αθήνα, θα περιμένουν με μεγάλη αγωνία την τελική διατύπωση του συμπεράσματος της ΕΚΤ. «Ευθεία γραμμή» Κατ’ αρχάς, οι διοικήσεις των υπό έλεγχο τραπεζών.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η έκθεση της Black Rock, σε καμία περίπτωση, δεν παραπέμπει σε «ευθεία γραμμή». Όπερ σημαίνει ότι σαφώς και υπάρχουν διαφοροποιήσεις από τράπεζα σε τράπεζα, μόνο που κανείς δεν γνωρίζει σε βάθος τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, ούτε καν τι αφορά σε ποιον.
Εκτός βεβαίως από τους ίδιους τους συντάκτες του κειμένου και αυτούς τους λίγους που πήραν το πρωτότυπο στα χέρια τους και το κρατούν ως επτασφράγιστο μυστικό.
Κατά δεύτερον, στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο διαθέτει το γνωστό «μαξιλάρι» στο οποίο προσβλέπουν όλοι, αν δουν τα δύσκολα. Μαζί και στην Τράπεζα της Ελλάδας, που είναι οι εντολείς της έκθεσης. Και τέλος, στην τρόικα, η οποία θέλει πάση θυσία να διατηρήσει ανέπαφο και ανέγγιχτο το «μαξιλάρι» του ΤΧΣ, για πολλούς και ευνόητους λόγους. Όπως προαναφέρθηκε, το πιθανότερο είναι πως στο διάστημα που μεσολαβεί έως το τέλος Ιανουαρίου λύση θα έχει βρεθεί αναφορικά με το ζήτημα.
Άλλωστε, τα business plans που έχουν καταθέσει οι ελληνικές τράπεζες προβλέπουν την άντληση σημαντικών κεφαλαίων από ρευστοποιήσει μη χρηματοπιστωτικών assets αλλά και θυγατρικών εκτός συνόρων, στο επόμενο διάστημα. Επ’ αυτού οι ελεγκτές δεν «σηκώνουν» κουβέντα και το έχουν ξεκαθαρίσει σχεδόν εδώ και έναν χρόνο.
Του Γιώργου Μαντελα από ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.