Στο ξεκίνημα του 2014, οι επίσημες προβλέψεις για σταθεροποίηση της οικονομίας μέσα στο 2014 είναι πιθανό να επαληθευθούν με τη λογική οτι όλες οι κρίσεις κάποτε τελειώνουν. Το ζήτημα είναι τι θα έχει απομείνει μόλις αποτραβηχτούν τα νερά της ύφεσης που ήταν και βαθιά και παρατεταμένη.
Άλλωστε, μετά από 6 χρόνια ύφεσης η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο περίπου. Ακόμη κι αν φέτος υπάρξει έστω μία αναιμική ανάκαμψη θα πάρει πολύ καιρό -δεκαετίες ίσως-για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος: για να επανέλθουμε στο βιοτικό επίπεδο προ κρίσης, και κυρίως για να απορροφηθεί το «πλεονάζον» σήμερα εργατικό δυναμικό (ξεπερνούν το 1,5 εκατομμύριο οι άνεργοι).
Μιλάμε ουσιαστικά μία χαμένη γενιά που θα αργήσει πολύ να ανακτήσει τα κεκτημένα που έχασε προ κρίσης κι ουσιαστικά αποτελεί τα «θύματα» του εν εξελίξει πολέμου.
Κυβέρνηση και «αντιμνημονιακή» αντιπολίτευση, κοινωνικές οργανώσεις (εργοδοτικές οργανώσεις και εργατικά συνδικάτα), μέσα ενημέρωσης κι υπόλοιποι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, η κοινή γνώμη η ίδια απέτυχαν παταγωδώς να αποτυπώσουν την πραγματική διάσταση της κρίσης και να τη διαχειριστούν εγκαίρως.
Το λογαριασμό για αυτήν την αποτυχία ήδη τον πληρώνουν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, άνεργοι, φτωχοί. Για το καλό όλων αυτών, αλλά και για το καλό όλων μας, το νέο κοινωνικό ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί, έστω και καθυστερημένα. Το να παραβλέψουμε αυτήν την επείγουσα ανάγκη θα ήταν πρώτα-πρώτα προσβολή στο δράμα των θυμάτων της περιόδου που (δείχνει να) φτάνει στο τέλος της. Οχι μόνο όμως. Η αδιαφορία για τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης θα ήταν επίσης ένδειξη κολοσσιαίας μυωπίας έναντι μιας εκρηκτικής κατάστασης που δεν απειλεί μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά και την πολιτική σταθερότητα, και επίσης τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάκαμψης, όποτε αυτή αρχίσει.
Όπως ακριβώς συμβαίνει σε περίοδο πολέμου, η σοβαρότερη από τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης είναι η κατακόρυφη άνοδος της ακραίας φτώχειας, που είναι απόρροια της μεγάλης αύξησης της ανεργίας σε συνδυασμό με τα τραγικά κενά του συστήματος κοινωνικής προνοιας.
Το θέμα αυτό βρέθηκε στο επίκεντρο πρόσφατης μελέτης της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών («Η ανατομία της φτώχειας στην Ελλάδα του 2013», από τον υπογράφοντα και τη Χρύσα Λεβέντη, διαθέσιμη στο www.paru.gr), την οποία δημοσιεύει στο άρθρο του στην Καθημερινή ο Μάνος Ματσαγγάνης (αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συντονιστής της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολικής (www.paru.gr).
Στη μελέτη αυτήν θέσαμε το εξής ερώτημα: πόσοι συμπολίτες μας έχουν τόσο χαμηλό εισόδημα που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ένα βασικό καλάθι αναγκαίων αγαθών, χωρίς είτε να ανατρέξουν σε αποταμιεύσεις του παρελθόντος, είτε να δανειστούν, είτε να αφήσουν απλήρωτους λογαριασμούς; Είχαμε προηγουμένως υπολογίσει το κόστος αγοράς ενός τέτοιου καλαθιού αγαθών σε 233 ευρώ (άτομο που ζει μόνο) και 684 ευρώ το μήνα (ζευγάρι με δύο παιδιά), για νοικοκυριά που μένουν στην Αθήνα και δεν βαρύνονται με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου. Διαπιστώσαμε ότι 14% του πληθυσμού το 2013 είχε εισόδημα κάτω από αυτό το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως το όριο ακραίας φτώχειας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν μόλις 2%.
Πώς επιβιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι (λίγο πάνω από 1,5 εκατομμύρια); Εικάζουμε ότι οι περισσότεροι καταφέρνουν ακόμη να διατηρούν ένα ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης είτε αντλώντας από αποταμιεύσεις που είχαν εξοικονομήσει στο παρελθόν, είτε ρευστοποιώντας περιουσιακά στοιχεία (π.χ. χρυσαφικά), είτε χρεώνοντας πιστωτικές κάρτες (μάλλον όχι πια καταναλωτικά δάνεια), είτε συσσωρεύοντας χρέη (π.χ. στην εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία, στην τράπεζα για στεγαστικά δάνεια), είτε αφήνοντας άλλους απλήρωτους λογαριασμούς (π.χ. ενοίκια). (Είναι προφανές ότι οι ομάδες του πληθυσμού που αναφέρονται εδώ εν μέρει αλληλοεπικαλύπτονται, αφού το ίδιο νοικοκυριό μπορεί κάλλιστα να ανήκει σε περισσότερες από μια ομάδες – π.χ. άνεργοι, 30-44 ετών, σε οικογένειες με παιδιά, που ζουν στην Αθήνα, σε ενοικιαζόμενη κατοικία.
Η κάθοδος στην ακραία φτώχεια ενός τόσο υψηλού (και αυξανόμενου) τμήματος του πληθυσμού αποκαλύπτει την αδυναμία του συστήματος κοινωνικής προστασίας να αποτρέψει την ακραία φτώχεια σε συνθήκες βαθειάς και παρατεταμένης ύφεσης. Πράγματι, η φτώχεια των ανέργων έχει φτάσει σε επίπεδα συναγερμού και επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα (αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) απέτυχε να ανταποκριθεί στην αύξηση του αριθμού των ανέργων θέτοντας σε κίνηση συμπαγείς μηχανισμούς στήριξης του εισοδήματος τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το δεύτερο τρίμηνο του 2013 ο αριθμός των ανέργων είχε ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο 350 χιλιάδες, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ ο αριθμός όσων ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας το ίδιο τρίμηνο ήταν 158 χιλιάδες: με άλλα λόγια, μόλις 1 στους 9 ανέργους (ποσοστό 11,7%). Συμφωνά με στοιχεία, το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν μόλις 2%.
Η κάθοδος στην ακραία φτώχεια ενός τόσο υψηλού τμήματος του πληθυσμού αποκαλύπτει την αδυναμία του συστήματος κοινωνικής προστασίας να αποτρέψει την ακραία φτώχεια στ συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης.
Προς το παρόν, οξύ πρόβλημα επιβίωσης αντιμετωπίζουν λιγότεροι. Οσο όμως παρατείνεται η κρίση, ο αριθμός τους αναγκαστικά θα αυξάνεται.
Για μερικές ομάδες του πληθυσμού η αύξηση της ακραίας φτώχειας είναι ακόμη δραματικότερη. Εκτιμάμε ότι 20% των παιδιών (έναντι 4% το 2009) ζει σε οικογένειες που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν τα αγαθά που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Danioliptes.gr
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.