Υπάρχουν άραγε αυτοί οι ξένοι επενδυτές και τα ξένα κεφάλαια για τα οποία πολύς λόγος γίνεται τελευταία, ή όλα αυτά είναι απλά μία προσπάθεια εκφοβισμού των Ελλήνων;

 

 

Το τελευταίο διάστημα έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον από ξένα κεφάλαια να επενδύσουν στις ελληνικές τράπεζες, τόνισε ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του σε ημερίδα του ΣΕΒ, ενώ χαρακτήρισε την παρούσα φάση ως την πλέον κατάλληλη στιγμή για την ενίσχυση του ιδιωτικού χαρακτήρα των τραπεζών.

 

Ο κ Σάλλας επιχειρεί να επισπεύσει με αυτές τις δηλώσεις του την διαδικασία ιδιωτικοποίησης των ελληνικών τραπεζών, που αφού διασώθηκαν με χρήματα του ελληνικού λαού θα χαριστούν σε ιδιώτες. Αν κι εφόσον υπάρχουν!

Μερικά σημεία από την ομιλία του Μ. Σάλλα στο ΣΕΒ:

Το 2013 ήταν μια ενδιαφέρουσα χρονιά για την ελληνική οικονομία. Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στη διαχείριση των οικονομικών του δημοσίου, σε συνδυασμό με την εκμηδένιση του ελλείματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά από δεκαετίες είναι ασφαλώς ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα. Οι επιδόσεις αυτές σηματοδότησαν επιμέρους βελτιώσεις, όπως στα spreads των ομολόγων του δημοσίου και στους χρηματιστηριακούς δείκτες, καθώς και στη σταδιακή αποκλιμάκωση της ύφεσης  δημιουργώντας προσδοκίες ότι το 2013 ήταν η τελευταία χρονιά συρρίκνωσης της πραγματικής οικονομίας.


Οι προσδοκίες μόνο, βεβαίως, δεν φθάνουν. Αν πράγματι θέλουμε η τάση αυτή να προσδώσει δυναμική στην οικονομία και να μετατραπεί σε ανάπτυξη, οφείλουμε να προετοιμάσουμε  ένα ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον, φιλικό για τις επενδύσεις, ώστε να αντιμετωπίσουμε δραστικά το πρόβλημα της ανεργίας και να δημιουργήσουμε νέα εισοδήματα.


Όμως, πριν απ’ όλα θα πρέπει η πολιτεία να συνεχίσει με συνέπεια την οικονομική διαχείριση επιδιώκοντας τη δημιουργία όλο και μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων, με σκοπό να  καλύψουν σταδιακά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, καθιστώντας το βιώσιμο.
Στο βαθμό που αυτό θα επιτυγχάνεται θα ανακτάται η εμπιστοσύνη των αγορών στην οικονομία μας και θα αναβαθμίζουν οι οίκοι αξιολόγησης το αξιόχρεο του ελληνικού δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού τομέα.


Κομβικό σημείο, συνεπώς, είναι η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η οποία στο βαθμό που η πολιτεία εφαρμόζει τη μεταρρυθμιστική πολιτική και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών, θα μπορούσε να διασφαλιστεί εντός του 2014, στο πλαίσιο των  δεσμεύσεων των εταίρων μας για ελάφρυνση του χρέους, με πιθανότερη εκδοχή την επέκταση της διάρκειας και μια περαιτέρω μείωση του επιτοκίου των δανείων.


Ένα ρεαλιστικό σενάριο στην κατεύθυνση του να καταστεί το δημόσιο χρέος βιώσιμο με τρόπο πειστικό για τις αγορές – περιοριζόμενο μέχρι το 2020  κάτω του 100% του ΑΕΠ – προϋποθέτει σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας:


(ι) τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού κατά 50% στο «κρατικό χρέος» (των €210 δις) καθώς και την εξασφάλιση σταθερών επιτοκίων μέχρι το 2020,
(ιι) τη μετακύληση των €17,5 δις (που αφορούν την ECB και άλλες κεντρικές τράπεζες) από τα €41 δις χρέους που λήγουν το 2014 και 2015 για τουλάχιστον 15 έτη, και
(ιιι) τη μεταφορά στον ESM (European Stability Mechanism) χρέους €25 δις, ποσό με το οποίο το ΤΧΣ χρηματοδότησε τα κεφάλαια των 4 συστημικών τραπεζών.  Άλλωστε, η αξία των μετοχών, που ουσιαστικά θα κατέχει, αντισταθμίζει ήδη τον κίνδυνο για το ESM, αλλά θα μπορούσε να προβλεφθεί και κάποιου ειδικού τύπου “margin call”.  Ακόμα και στην περίπτωση που το επιτόκιο δανεισμού δεν αλλάξει, το χρέος περιορίζεται στο 110% του ΑΕΠ.
Η διαμόρφωση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνθηκών βιωσιμότητας του χρέους και αναβάθμισης του αξιόχρεου της χώρας, θα οδηγήσουν στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και την αποκατάσταση αξιοπιστίας των ελληνικών τραπεζών, ανοίγοντας το δρόμο για την εξασφάλιση ρευστότητας και με πιο ανταγωνιστικούς όρους.
Συνεπώς, μπορεί το 2014 να αποδειχθεί έτος ανάταξης της οικονομίας, καθώς υπάρχουν – υπό προϋποθέσεις – οι προοπτικές να χρηματοδοτηθούν οι  ελληνικές επιχειρήσεις με επαρκή και λογικού κόστους κεφάλαια.


Μια τέτοια εξέλιξη θα βελτίωνε ουσιαστικά την ανταγωνιστικότητα τους, ως προς το κόστος κεφαλαίου, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ Οκτωβρίου 2013, δανείζονται με επιτόκιο διπλάσιο έως και τριπλάσιο από ότι οι επιχειρήσεις σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Βέβαια, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι η ουσιαστική σύγκλιση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη προϋποθέτει την εφαρμογή του δημοσιονομικού συμφώνου (fiscal rule), την φορολογική εναρμόνιση και τη λειτουργία της Τραπεζικής Ένωσης.


Ωστόσο, πιστεύω ότι η μονιμότερου χαρακτήρα βελτίωση των δημοσιονομικών, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας θα βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητα και θα μειώσει αρκετά τα επιτόκια.


Όμως, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως προς το κόστος κεφαλαίου δεν φθάνει.
Οι επενδύσεις που έχει ανάγκη η ανάπτυξη χρειάζονται ένα ευρύτερο ανταγωνιστικό περιβάλλον.  Χρειάζονται κατ’ αρχήν έναν σταθερό αξιόπιστο φορολογικό νόμο  που να δίνει τη βεβαιότητα στον επενδυτή για τα επόμενα 15 τουλάχιστον χρόνια ότι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται δεν είναι αβέβαιο.
Δύσκολα, σοβαρός επενδυτής θα επένδυε σε καθεστώς αβεβαιότητας.
Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει άμεσα ένα μεγάλο βήμα.
Να προηγηθεί οριστική φορολογική περαίωση περιουσίας, για εταιρείες και ιδιώτες, έναντι καταβολής ενός περιορισμένου ποσού.


Αυτό δημιουργεί την κατάλληλη ηρεμία που απαιτείται για το επενδυτικό περιβάλλον και επιπλέον οδηγεί στην άνετη κάλυψη του όποιου δημοσιονομικού κενού της επόμενης διετίας.
Θα πρέπει επίσης να διατυπώσουμε τις μεγάλες επενδυτικές προτεραιότητες, τους μεγάλους τομείς που μπορούν να δημιουργήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα και εκεί να στραφούν τα έργα υποδομής και τα προγράμματα στήριξης για την προετοιμασία της υλοποίησης αυτών των προτεραιοτήτων.


Θα βοηθούσε πολύ ένας αναπτυξιακού χαρακτήρα φορολογικός νόμος με χαμηλούς συντελεστές φόρου.
Γνωρίζω ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει άμεσα, θα μπορούσε όμως να νομοθετηθεί άμεσα η δυνατότητα απόσβεσης από την πρώτη κερδοφορία της επιχείρησης, μετά την επένδυση, για το σύνολο των νέων παραγωγικών επενδύσεων.


Πέραν της φορολογικής μεταρρύθμισης, τεράστιο θέμα αποτελεί  και το κόστος της ενέργειας.
Είναι μία βασική παράμετρος για τη διαμόρφωση ανταγωνιστικών συνθηκών, ελκυστικών για παραγωγικές επενδύσεις καθώς οι μεταρρυθμίσεις στο εργασιακό και το ασφαλιστικό, βαθμιαία ωριμάζουν και ήδη απεικονίζονται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το θέμα εξορθολογισμού του ενεργειακού κόστους θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ολοκληρωμένα, στο πλαίσιο ενός ενιαίου ενεργειακού  σχεδίου.

Για το τραπεζικό σύστημα:

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωση του εμφανίζει ένα πολύ καλύτερο κεφαλαιακό προφίλ με αποκατάσταση των δεικτών επάρκειας που είχαν καταρρεύσει με την εφαρμογή του PSI.


Όμως, τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν λόγω της ύφεσης εξακολουθούν να υπάρχουν. Το μέγεθος των δανείων σε καθυστέρηση έχει διογκωθεί, ωστόσο με την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη σχετική προετοιμασία των τραπεζών, εκτιμώ ότι το πρόβλημα θα αντιμετωπίζεται σταδιακά και πολλές εταιρίες και κλάδοι θα αποκαθιστούν την υγιή λειτουργία τους.
Η Τράπεζα Πειραιώς προχωρά ένα βήμα παραπέρα σ’ αυτήν την κατεύθυνση και μέσω της Γενικής Τράπεζας.


Για το τραπεζικό σύστημα ήλθε η ώρα για δυναμικότερες δράσεις σε διάφορα επίπεδα.
Κατ’ αρχήν, πιστεύω, ότι είναι κατάλληλη η στιγμή να ενισχυθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών, καθώς το τελευταίο διάστημα έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον από ξένα κεφάλαια να επενδύσουν στις ελληνικές τράπεζες.


Δεν εννοώ την απλή συμμετοχή τους μέσω του Χρηματιστηρίου, που μπορεί να είναι συγκυριακού χαρακτήρα, αλλά κεφάλαια μονιμότερου χαρακτήρα που επιθυμούν να συμμετάσχουν στα κεφάλαια των τραπεζών και να αναλάβουν επιχειρηματικούς κινδύνους.
Το ενδιαφέρον αυτό, αν αξιοποιηθεί εγκαίρως, πέρα από το άμεσο οικονομικό όφελος θα έχει πολύ ευρύτερες θετικές συνέπειες, γιατί θα πείσει Έλληνες  και ξένους, επενδυτές ή καταθέτες,  για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.


Θα επιταχύνει τις διεργασίες αναβάθμισης του τραπεζικού συστήματος και εξασφάλισης ευκολότερου και φθηνότερου funding προς όφελος όλης της οικονομίας.
Ασφαλώς, η προσπάθεια ανάταξης της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να περιορίζεται στην κρατική πολιτική.


Η ευθύνη αναδιάρθρωσης και εκσυγχρονισμού της παραγωγικής βάσης είναι πρωτίστως υπόθεση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Είναι υπόθεση των επιχειρηματιών καθώς και των ελληνικών τραπεζών.

Danioliptes.gr

 

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.