Συνέντευξη – Martin Hellwig: Μοναδική λύση η πραγματική εξυγίανση των τραπεζών

Πρόβλημα θα έχουν οι επιχειρήσεις που πήραν νέες χορηγήσεις για να αναχρηματοδοτήσουν τις παλιές, ώστε οι τράπεζες να μην εμφανίσουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

 

Ο καθηγητής Hellwing, σκεπτικιστής για το αποτέλεσμα της τραπεζικής ενοποίησης, επισημαίνει τον κίνδυνο να διατηρηθούν τράπεζες «ζόμπι» που θα αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, όσο δεν αποκαλύπτονται πιθανοί «σκελετοί» στους ισολογισμούς, όπως δάνεια real estate σε Ισπανία και Ιρλανδία και ναυτιλιακά δάνεια σε τράπεζες της Γερμανίας.

Μετά την κρίση, το Σύμφωνο Σταθερότητας και τα πρώτα βήματα ανάκαμψης από τις χώρες της περιφέρειας, τώρα η ευρωπαϊκή ατζέντα περιλαμβάνει το επόμενο μεγάλο βήμα: την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση. Είμαστε έτοιμοι;

 

Ο ίδιος πρόσφατα μιλήσατε για ένα «στοίχημα», εκτιμάτε ότι θα κερδηθεί;

«Κατά την άποψη μου η τραπεζική ένωση είναι αναγκαία προκειμένου να βγει η νομισματική ένωση από τη σημερινή σύγχυση. Έχουμε σήμερα πολλές αδύναμες τράπεζες σε όλη την Ευρώπη. Αυτές οι τράπεζες λαμβάνουν χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που προτιμά να τις διατηρεί από το να διακινδυνεύσει την κατάρρευση των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συστημάτων.

Με τη σειρά τους, οι τράπεζες αυτές συνεχίζουν να δανείζουν κυβερνήσεις και να επενδύουν στις αγορές και ελάχιστα χρηματοδοτούν μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και κυρίως νέες εταιρείες που θα προωθούσαν την καινοτομία και την ανάπτυξη.

Όσο η ΕΚΤ κινείται σε αυτό το μήκος κύματος, οι κυβερνήσεις και οι εθνικές εποπτικές αρχές δεν έχουν κίνητρο να προχωρήσουν σε εξυγίανση των τραπεζικών συστημάτων τους. Η τραπεζική ένωση μπορεί να τους πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση, αν και είναι πιθανό ακόμη και τότε να μην προσαρμοστούν οι εθνικές αρχές. Φοβούμαι ότι και με την τραπεζική ένωση, τα κράτη-μέλη έχουν και άλλα μέσα για να κρατούν “ομήρους” τις τράπεζές τους».

Από την αρχή της κρίσης, ως βασικό πρόβλημα αναδεικνύεται η έλλειψη κατάλληλων μηχανισμών, ενώ πολύς λόγος γίνεται για κράτη, όπως η Ελλάδα, που μπήκαν σε δοκιμαστικό σωλήνα, με τα γνωστά αποτελέσματα για την πραγματική οικονομία. Όπως είχαμε χώρες «ζόμπι» που πάλευαν να επιβιώσουν, φοβάστε ότι η τραπεζική ένωση θα διατηρήσει τράπεζες «ζόμπι»; «Θέσατε πολλά θέματα: κατ’ αρχάς, το θέμα των τραπεζών “ζόμπι” που θα πρέπει να κλείσουν, δεύτερον, το θέμα του περιορισμού του μεγέθους του τραπεζικού συστήματος, το οποίο έχει τόσο μεγάλο δυναμικό ώστε οι τράπεζες να μην μπορούν να επιβιώσουν χωρίς να παίρνουν υψηλά ρίσκα, τρίτον, πώς θα αντιμετωπιστούν οι τράπεζες που είναι τόσο μεγάλες, τόσο συστημικές, ή με τέτοια πολιτική σημασία που είναι αδύνατο να καταρρεύσουν.

Ελπίζω πραγματικά η μεταφορά της τραπεζικής εποπτείας από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο να ενισχύσει το κίνητρο νια εξυγίανση, νια παράδειγμα να αποκαλυφθούν οι κίνδυνοι από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του real estate σε Ισπανία και Ιρλανδία, από τα μη εξυπηρετούμενα ναυτιλιακά δάνεια στη Γερμανία, και είτε να ανακεφαλαιοποιηθούν είτε να κλείσουν οι τράπεζες “ζόμπι”. Να εξαλείψει επίσης την άποψη ότι οι εθνικοί πρωταθλητές θα πρέπει να διατηρηθούν ακόμη και αν κοστίζουν πολλά στους φορολογούμενους.

Οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν και πάλι το λογαριασμό; Ελπίζω όχι, αλλά το φοβάμαι. Είναι αναγκαίο να επωμίζονται μεγαλύτερη ευθύνη τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά οι αρχές, εθνικές και ευρωπαϊκές, περισσότερο συζητούν το θέμα παρά ενεργούν.

Για ορισμένες δε περιπτώσεις δεν υπάρχουν καν οι διαδικασίες για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα. Φοβούμαι ότι και με την τραπεζική ένωση τα κράτη-μέλη έχουν και άλλα μέσα για να κρατούν «ομήρους» τις τράπεζές τους. Σε μια τράπεζα όπως η ΒΝΡ Paribas ή η Deutsche Bank το κόστος της διάσωσης μπορεί να είναι λιγότερο δαπανηρό για όλους μας από τις επιπτώσεις μιας εκκαθάρισης».

Είναι υπερβολή να χαρακτηρίσουμε την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση ως σταυροφορία της ΕΚΤ για την ενίσχυση των μεγάλων τραπεζών; Η ΕΚΤ τα τελευταία χρόνια στηρίχθηκε σε προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, LTROs και ΟΜΤ, και σήμερα θέλει να εξυγιάνει το σύστημα το συντομότερο.

«Η ΕΚΤ θέλει να αποκτήσει εξουσία επί των τραπεζών, αλλά εμποδίζεται από τις εθνικές κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, η Γερμανία δεν θέλει να της δώσει αρμοδιότητα για τα ταμιευτήρια, τις τοπικές κρατικές τράπεζες που έχουν μεγάλη δραστηριότητα στην τραπεζική ιδιωτών. Η ανάγκη εξυγίανσης είναι ανεξάρτητη από το ρόλο της ΕΚΤ στην τραπεζική ένωση. Υπάρχουν ακόμη πολλές τράπεζες που έχουν στους ισολογισμούς τους “κρυμμένες” ζημίες, οι οποίες θα μπορούσαν να εξαφανίσουν τα κεφάλαια εάν αποτυπώνονταν.

Η εμπειρία δείχνει ότι όπου υπάρχουν τέτοιες ζημιές είναι καλύτερο να αντιμετωπιστούν άμεσα, από το να κρυφτούν με την ελπίδα ότι θα βελτιωθεί η κατάσταση. Η απόκρυψη των ζημιών καταδίκασε τη δεκαετία του ’90 τις ιαπωνικές τράπεζες σε ισχνή ανάπτυξη. Όσον αφορά τα προγράμματα της ΕΚΤ, το LTRO ευνόησε τις τράπεζες “ζόμπι” όσο και τις υγιείς, ίσως και περισσότερο. Βοήθησε, δε, τράπεζες και επόπτες να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και μάλιστα ωφέλησε τις τράπεζες ανεξαρτήτως μεγέθους».

Πότε τα οφέλη από την τραπεζική ενοποίηση θα (ράνουν στην πραγματική οικονομία; Κρίσιμο πρόβλημα για την Ελλάδα είναι η ρευστότητα, ακόμη και για τις υγιείς επιχειρήσεις. Θα μπορούν επιχειρήσεις από μικρές χώρες σαν τη δική μας να έχουν πρόσβαση σε πιστώσεις από τράπεζες της Ε.Ε.; «Η εμπειρία δείχνει ότι οι αδύναμες τράπεζες είναι κυρίως αυτές που δεν μπορούν να δανείσουν. Η πραγματική οικονομία θα είναι η πρώτη που θα ωφεληθεί από την εξυγίανση στο τραπεζικό σύστημα. Μπορεί τα επιτόκια χορηγήσεων να αυξηθούν κάπως, αφού με λιγότερες τράπεζες θα μειωθεί ο ανταγωνισμός, αλλά αυτό θα συμβαδίζει με τον περιορισμό των κρατικών εγγυήσεων καθώς θα υπάρχουν ισχυρότερες τράπεζες.

Πρόβλημα θα έχουν οι επιχειρήσεις που πήραν νέες χορηγήσεις νια να αναχρηματοδοτήσουν τις παλιές, ώστε οι τράπεζες να μην εμφανίσουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Στη δεκαετία του ’90, στην Ιαπωνία, τέτοια δάνεια σε πελάτες “ζόμπι” εμπόδισαν νέες επιχειρήσεις να λάβουν χρηματοδότηση. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που επιβραδύνθηκε η ανάπτυξη στη χώρα».

 

Ποια είναι η γνώμη σας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και τις προοπτικές του στο νέο περιβάλλον; Γίνεται πολύς λόγος για την ανάγκη να πωλήσουν μη βασικά στοιχεία του ενεργητικού τους, είναι αυτό μονόδρομος ή θα έπρεπε να στραφούν και μόνο στην αγορά για νέα κεφάλαια; «Οι ελληνικές τράπεζες επλήγησαν από τη δημοσιονομική κρίση και το κούρεμα των κρατικών ομολόγων, όπως επίσης και από την επίδραση της ύφεσης στους πελάτες τους. Πώς μπορούν να εξέλθουν από την κατάσταση αυτή; Εξαρτάται από την ανάκαμψη των δημοσιονομικών και της οικονομίας συνολικά.

Το κατάλληλο επιχειρηματικό μοντέλο θα πρέπει να το βρουν οι ίδιες οι τράπεζες, “ακούγοντας” και τις αγορές. Όλοι οι άλλοι παράγοντες, από τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις έως τα μέσα ενημέρωσης δεν θα πρέπει να παρέμβουν παρά μόνο να πιέσουν ώστε να αναλαμβάνουν οι τράπεζες την ευθύνη για τις κινήσεις τους.

Για το λόγο αυτό πιστεύω ότι η ισχυρή κεφαλαιακή θέση και η ουσιώδης στήριξη από ιδιοκτήτες και μετόχους είναι κρίσιμη. Κυβερνήσεις και πολίτες δεν θα πρέπει να θεωρούν τις τράπεζες εύκολη πηγή χρηματοδότησης. Όποτε έγινε αυτό, έγιναν και πηγή κινδύνου.

Καλό είναι επίσης να αποφύγουμε τον πειρασμό να βλέπουμε τις τράπεζες ως “εθνικούς πρωταθλητές” στο διεθνή ανταγωνισμό. Η παγκόσμια οικονομία δεν είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, όπου κάθε χώρα θέλει να πάει καλύτερα σε όλα τα αγωνίσματα».

Πώς μπορούν τράπεζες μικρότερες για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, όπως οι ελληνικές, να έχουν ρόλο στο νέο περιβάλλον; «Οι τράπεζες που κάνουν καλά τη δουλειά τους και είναι κερδοφόρες, είναι και επωφελείς νια την οικονομία, ανεξαρτήτως μεγέθους. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι μικρότερες τράπεζές της, τα ταμιευτήρια και οι συνεταιριστικές, είναι οι πιο υγιείς και διασφάλισαν σε μεγάλο βαθμό το 2009 ότι η κρίση δεν θα πλήξει καίρια τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αντιθέτως, οι μεγάλες τράπεζες, Landesbanken, Hypo Real Estate, Commerzbank, Dresdner Bank, είχαν όλες προβλήματα και χρειάστηκαν βοήθεια. Η Deutsche Bank ήταν εξαίρεση, αλλά επίσης επωφελήθηκε από την κρατική βοήθεια στις άλλες τράπεζες.

Δεν δίνω εν γένει έμφαση στο μέγεθος των τραπεζών. Στον αντίποδα του προηγούμενου παραδείγματος, στη δεκαετία του ’80 στις ΗΠΑ η κρίση σε ταμιευτήρια που ήταν μικρές τράπεζες, είχε υπερβολικό κόστος για τους φορολογούμενους, όπως συνέβη και για τα ισπανικά cajas. Το μέγεθος των τραπεζών πρέπει να καθορίζεται με διαδικασίες της αγοράς, οι οποίες όμως να μην στρεβλώνονται από κρατικές επιδοτήσεις προς μεγάλες τράπεζες. Οι επιδοτήσεις αυτές φαίνονται αναπόφευκτες όταν οι τράπεζες είναι πολύ μεγάλες ή με μεγάλη πολιτική σημασία, για να καταρρεύσουν.

Διοικήσεις και μεγαλομέτοχοι οφείλουν να λαμβάνουν αποφάσεις που να μη συνεπάγονται κόστος σε τρίτα μέρη. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν σημαντική κεφαλαιακή στήριξη στις τράπεζές τους».

 

Άννα Δόγα από naftemporiki