Οι κεντρικοί τραπεζίτες θέλουν ελάχιστα μόνο πράγματα. Για να τα επιτύχουν προσπαθούν συνήθως να ανταποκρίνονται στις πληθωριστικές προσδοκίες, να αποδεικνύουν τη διαφάνεια της νομισματικής πολιτικής και να εδραιώνουν την αξιοπιστία των τραπεζών τους.

 

Για να κάνουν γνωστές τις προθέσεις τους με απλό και ξεκάθαρο τρόπο θέτουν έναν σαφή στόχο για μία συγκεκριμένη οικονομική μεταβλητή ή κάνουν μία πρόβλεψη ή προσφέρουν μία καθοδήγηση, ορίζοντας ένα σημείο αναφοράς το οποίο θα πρέπει να επιτευχθεί πριν από οιαδήποτε επιτοκιακή αλλαγή. Τι θα μπορούσε όμως να είναι μία οικονομική μεταβλητή;

Τη δεκαετία του 1980 οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες χρησιμοποίησαν την προσφορά χρήματος. Αφότου όμως απέτυχε η μονεταριστική προσέγγιση, ορισμένοι άλλαξαν στόχο χρησιμοποιώντας τον πληθωρισμό. Ωστόσο, επανειλημμένως, δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στους στόχους τους.

Μέχρι την κατάρρευση των συναλλαγματικών ισοτιμιών τη δεκαετία του 1990, αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες είχαν την τάση να θέτουν στόχο με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες τους. Εν συνεχεία, πολλές έθεσαν ως στόχο τον πληθωρισμό. Όμως, έχουν την τάση να αποτυγχάνουν στην εκπλήρωση αυτών των στόχων πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι οι ανεπτυγμένες οικονομίες.

Το πρόβλημα με αυτού του είδους τις προσεγγίσεις όσον αφορά στον καθορισμό στόχων νομισματικής πολιτικής είναι ότι παρότι ένας συγκεκριμένος αριθμητικός στόχος μπορεί να φαίνεται λογικός τη χρονική στιγμή που καθορίζεται, κάποιες απρόσμενες εξελίξεις καθιστούν συχνά το στόχο αυτό δύσκολο στο να μπορέσει να διατηρηθεί.

Τότε, οι νομισματικές αρχές βρίσκονται αντιμέτωπες με τη σκληρή επιλογή είτε να παραβιάσουν το στόχο που έχουν ανακοινώσει υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αξιοπιστία τους είτε να εφαρμόσουν μία πολιτική υπερβολικά αυστηρή ή υπερβολικά χαλαρή, πλήττοντας έτσι την οικονομία τους.

Οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες μπορούν γενικά να αντέξουν μία πιθανή αποτυχία επίτευξης των στόχων χωρίς να απολέσουν την αξιοπιστία τους. Επανειλημμένως, η Μπούντεσμπανκ έχει αποτύχει να ανταποκριθεί στους στόχους της για την προσφορά χρήματος, όμως παραμένει αξιόπιστος θεσμός. Πιο πρόσφατα οι πληθωριστικές προσδοκίες στις ΗΠΑ και τη Βρετανία παρέμειναν σταθερές, παρά το γεγονός ότι η Φέντεραλ Ριζέρβ και η Τράπεζα της Αγγλίας χρειάστηκε να υπαναχωρήσουν από το όριο που είχαν θέσει για την ανεργία.

Η κατάσταση είναι διαφορετική στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες. Οι ανάγκες των χωρών αυτών να δημιουργήσουν πιο αξιόπιστες πολιτικές καθίστανται περισσότερο επιτακτικές είτε ως αποτέλεσμα του ιστορικού τους όσον αφορά τους υψηλούς πληθωρισμούς είτε λόγω απουσίας αξιόπιστων θεσμών είτε εξαιτίας πολιτικών πιέσεων για μείωση των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών τους. Χρειάζονται στόχους με τους οποίους μπορούν πραγματικά να ζήσουν.

Τίποτε όμως δεν φαίνεται να λειτουργεί.

Όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έρχεται να ρωτήσει ποιοι είναι οι ονομαστικοί στόχοι των κεντρικών τραπεζών, πολλές παρουσιάζουν ως στόχο τον πληθωρισμό. Όμως, δυσκολεύονται να τηρήσουν τους στόχους τους. Εάν στο μεταξύ αντιμετωπίσουν μία αρνητική κρίση προσφοράς ή σε όρους εμπορίου, το σωστό βήμα θα ήταν να χαλαρώσουν τη νομισματική πολιτική επαρκώς ώστε το νόμισμα να εξασθενήσει. Όμως, θέτοντας στόχο με βάση το δείκτη τιμών καταναλωτή, αποκλείουν αυτομάτως την παραπάνω προοπτική, επειδή η υποτίμηση θα μπορούσε να αυξήσει την τιμή του εισαγόμενου πετρελαίου, ειδών διατροφής και άλλων εμπορευμάτων.

Πράγματι, εάν η κρίση εμφανίζεται υπό τη μορφή αύξησης της τιμής πετρελαίου σε δολάρια, στη θεωρία ο πληθωριστικός στόχος υπαγορεύει ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να γίνει αρκετά αυστηρή για να ενισχύσει το νόμισμα. Όμως, μία τέτοια πολιτική θα σήμαινε ότι η αρνητική κρίση αντικατοπτρίζεται σε μία απότομη μείωση της παραγωγής.

 

Πρακτικά, μία κεντρική τράπεζα που θέτει ως στόχο τον πληθωρισμό συνήθως εγκαταλείπει το στόχο για τη σταθερότητα των ημών σε μία τέτοια περίπτωση. Προσπαθεί τότε να εξηγήσει την αποτυχία στους πολίτες σε όρους «δομικού πληθωρισμού»: αυτό που συνέβη είναι μόνο μία αύξηση του κόστους βενζίνης ή κάποιων ειδών διατροφής. Όμως αυτό έρχεται σε αντίθεση με την επιδίωξη που είχε η επιβολή του συγκεκριμένου στόχου όταν πρώτο ανακοινώθηκε, δηλ. διαφάνεια, αξιοπιστία και προβλεψιμότητα.

 

Οι αναδυόμενες χώρες οφείλουν να θέτουν στόχο με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ. Σε σχέση με το στόχο του πληθωρισμού, το πλεονέκτημα της επιλογής του ΑΕΠ ως στόχου έγκειται στο γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα ισχυρό όσον αφορά στην αντιμετώπιση μιας κρίσης προσφοράς και σε όρους εμπορίου, γεγονός που σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα δεν αντιμετωπίζει το δίλημμα ανάμεσα στο να εγκαταλείψει το στόχο και στο να υπονομεύσει την οικονομία.

Προτάσεις για να θέσουν ως στόχο το ονομαστικό ΑΕΠ έγιναν και στις μεγάλες βιομηχανικά ανεπτυγμένες οικονομίες. Μετά ης απότομες αυξήσεις των τιμών στη δεκαετία του 1970, οι κεντρικές τράπεζες θέλησαν να δείξουν ότι είναι αξιόπιστες ως προς τη νομισματική πειθαρχία προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον αποπληθωρισμό. Οι προτάσεις αυτές ουδέποτε υιοθετήθηκαν.

 

Όμως, η ιδέα αυτή επανήλθε ξαφνικά στο προσκήνιο πριν από δύο ή τρία έτη. Η λογική αυτή τη φορά ήταν η επιθυμία να επιτευχθούν οι προσδοκίες για περισσότερα μέτρα νομισματικής στήριξης, προκειμένου να στηριχθεί η ανάκαμψη μετά τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2008-2009.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να σκεφθεί κάποιος ότι η χρησιμοποίηση του ονομαστικού ΑΕΠ ως στόχου ταιριάζει καλύτερα στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες συγκριτικά με τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες. Οι οικονομίες αυτές υπόκεινται πιο συχνά σε αρνητικές κρίσεις σε όρους εμπορίου, όπως αυξήσεις στις διεθνείς τιμές πετρελαίου ή μειώσεις στις τιμές των εξαγόμενων εμπορευμάτων τους. Επίσης, οι οικονομίες τους έχουν την τάση να υφίστανται μεγαλύτερες κρίσεις προσφοράς από φυσικές καταστροφές, άλλα καιρικά φαινόμενα, κοινωνική αναστάτωση και απρόσμενες αλλαγές σε επίπεδο παραγωγικότητας.

Το πλεονέκτημα του να θέσει μία κεντρική τράπεζα στόχο με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ είναι ότι αυτού του είδους οι παραπάνω αρνητικές κρίσεις αντανακλώνται εξίσου στην παραγωγή και στον πληθωρισμό αντί να επιβάλουν ολόκληρο το βάρος υπό τη μορφή απώλειας της παραγωγής. Αυτό προσφέρει το είδος της επιθυμητής λύσης, διατηρώντας παράλληλα το πλεονέκτημα του κανόνα.

Πολλές αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες καλούνται να μειώσουν τον πληθωρισμό, όπως ακριβώς χρειάστηκε να κάνουν και οι ανεπτυγμένες οικονομίες πριν από 30 έτη. Ένα παράδειγμα είναι η Ινδία, η οποία εξέτασε πρόσφατα το ενδεχόμενο να υιοθετήσει ως στόχο τον πληθωρισμό για να ενισχύσει τη νομισματική πειθαρχία. Όμως, η χώρα πλήττεται σε τακτά διαστήματα από κρίσεις προσφοράς.

Στατιστικές δείχνουν ότι η προσπάθεια διαμόρφωσης της πορείας του πληθωρισμού για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους κρίσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες έντονες διακυμάνσεις του πραγματικού ΑΕΠ συγκριτικά με μία πολιτική που θα έθετε στόχο με βάση την πορεία του ονομαστικού ΑΕΠ.

Ο στόχος με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ μπορεί να τεθεί σε οιοδήποτε επίπεδο νομισματικής πειθαρχίας είναι επιθυμητός. Η δύναμη της στόχευσης με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ σε άγνωστες μελλοντικές κρίσεις είναι παρόμοια είτε ο αντικειμενικός στόχος είναι πιο αυστηρή, πιο χαλαρή ή σταθερή πολιτική είτε η κεντρική τράπεζα θέλει να ανακοινώσει μια πρόβλεψη, ένα στόχο ή ένα ανώτατο όριο με σκοπό να δώσει μία καθοδήγηση για τη νομισματική πολιτική της.

Εάν τελικά, αξίζει να θέσει ένα σχέδιο, αξίζει να επιλέξει το σχέδιο αυτό με το οποίο μπορεί να ζήσει. Η στόχευση με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ είναι ακριβώς αυτό το σχέδιο.

 

Του Jeffrey Frankel καθηγητή Capital Formation & Growth στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ από ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, Copyrght: ProjectSyndicate, 2014 www.projectsyndication.org

 

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.