Ντράγκι και κυβέρνηση φέρνουν στη χώρα νέο μνημόνιο

5 δισ. Ευρώ στις τράπεζες, που δεν θα πάνε στην αγορά.

 

 

Αποφασισμένη να «κερδίσει» την τηλεοπτική εικόνα όπου ο πρωθυπουργός θα ανακοινώνει το «τέλος του Μνημονίου», είναι η κυβέρνηση, χωρίς να υπολογίζει το τίμημα που πρέπει να πληρώσει στους εταίρους δανειστές.
 

 

Η ξεκάθαρη αναφορά του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, ότι το σχέδιο αγοράς των ελληνικών «σκουπιδιών» απαιτεί η χώρα να βρίσκεται σε πρόγραμμα, αποκάλυψε ότι σε παρασκηνιακό επίπεδο οι συζητήσεις για την επόμενη μέρα του Μνημονίου έχουν προχωρήσει.
Στην Ελλάδα, τόσο κυβερνητικές όσο και τραπεζικές πηγές, αντίθετα από το αναμενόμενο, δεν έσπευσαν να διαψεύσουν τις αναφορές του κ. Ντράγκι, σχετικά με την παραμονή της χώρας σε πρόγραμμα.

 

Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι ο επικεφαλής της ΕΚΤ εννοεί ένα «μεταπρόγραμμα» το οποίο θα περιλαμβάνει αυστηρές εγγυήσεις από την πλευρά της Ελλάδας για συνέχιση της εφαρμογής των μνημονιακών δεσμεύσεων, υπό την εποπτεία των ευρωπαϊκών Αρχών.
 

 

Η επόμενη μέρα, ως αποτέλεσμα συνδιαλλαγής του τριγώνου Βερολίνο Βρυξέλλες-Αθήνα, ανέδειξε τις αγωνιώδεις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να καταφέρει μια νίκη σε επικοινωνιακό επίπεδο, γνωρίζοντας ότι, ως ο πιο αδύναμος παίχτης, θα κερδίσει τα λιγότερα από τη συμφωνία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κυβερνητικές πηγές έσπευσαν να πανηγυρίσουν σχετικά με τις αποφάσεις Ντράγκι, παραδεχόμενοι ωστόσο ότι ούτως ή άλλως θα υπήρχε ένα είδος παρακολούθησης της Ελλάδας μετά τη λήξη του τρέχοντος δανειακού προγράμματος.
 

 

Σε μέγγενη η χώρα, καθώς θα πρέπει να εξασφαλίσει χρηματοδότηση χωρίς τα λεφτά της τρόικας και με την επιστροφή στις αγορές να φαντάζει εξαιρετικά απίθανη η χρηματοδότηση από μία εναλλακτική γραμμή απ’ ευθείας από τον EFSF προϋποθέτει τη συμφωνία για ακόμα ένα πρόγραμμα, όπως έχει ξεκαθαρίσει ο επικεφαλής του Ταμείου, Κλάους Ρέγκλινγκ.

 

 

Το τίμημα λοιπόν για την Ελλάδα θα είναι να παραμείνει υπό αυστηρή εποπτεία τουλάχιστον έως το 2022, όπως προβλέπει το υφιστάμενο Μνημόνιο, ακολουθώντας κατά γράμμα τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών, ενώ παράλληλα πρέπει να εφαρμόζει μέχρι κεραίας τις απαιτήσεις των εταίρων έως και την αποπληρωμή του 75% των δανείων, η οποία υπολογίζεται περί τα τέλη της δεκαετίας του 2040! Οι παραχωρήσεις όμως δεν σταματούν στην αυστηρή εποπτεία, η οποία θα συνεχιστεί από τις Βρυξέλλες, με ένα νέο «καμουφλαρισμένο» Μνημόνιο.

 

 

Ήδη, όπως αναφέρουν πληροφορίες, έχει ανατεθεί σε δικηγορικό γραφείο της Ελλάδας, αλλά και της Γερμανίας, η διαμόρφωση πλαισίου για τη λειτουργία ενός φορέα στον οποίο θα εκχωρηθούν τιτλοποιημένα μελλοντικά έσοδα από την εξόρυξη φυσικού αερίου στο πρότυπο ανάλογου προγράμματος που έχουν επιβάλει οι δανειστές στη Λευκωσία.

 

 

Μνημόνιο τέλος, ζήτω το νέο Μνημόνιο, που όμως από τα συστημικά ΜΜΕ βαφτίζεται «πρόγραμμα επιτήρησης» και από τη συγκυβέρνηση «επικοινωνείται» ως αποχώρηση του ΔΝΤ και έξοδος από το φαύλο κύκλο της ύφεσης.

 

Για τη συγκυβέρνηση η όσο το δυνατόν ταχύτερη απεμπλοκή από το Μνημόνιο αποτελεί ένα από τα ελάχιστα όπλα στη φαρέτρα της τη δεδομένη στιγμή, στη σκιά του ισχυρού προβαδίσματος που καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις υπέρ του ΣΎΡΙΖΑ.

 

Αυτά για τους τύπους και ουδόλως την ουσία, που δεν αφορά καν στο ελάχιστο την κοινωνία, την πραγματική οικονομία και την αγορά, ενώ όλως περιέργως μέχρι και οι Έλληνες τραπεζίτες εμφανίζονταν προβληματισμένοι με την κίνηση Ντράγκι.

 

Άλλωστε, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στη μέγγενη των ευρωπαϊκών stress tests, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ελέγχων την Κυριακή 26 Οκτωβρίου.
 

 

«Μικρό καλάθι» λοιπόν από τους τραπεζίτες, οι οποίοι επισημαίνουν ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις που θέτει η ΕΚΤ είναι αποθαρρυντικοί. Πρακτικά η ΕΚΤ θα αγοράζει στο 30% της ονομαστικής αξίας τους ελληνικούς (και κυπριακούς) τίτλους, ενώ με δεδομένη τη μικρή δεξαμενή ικανών ενεχύρων που διαθέτει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το όποιο αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό καθώς τα τελικά κεφάλαια δεν θα ξεπερνούν τα 4-5 δισ. ευρώ.

 

Οι ίδιες πηγές σημειώνουν πως όσον αφορά στις αγορές τιτλοποιημένων δανείων είναι πολύ δύσκολο να γίνει χρήση τους από τις ελληνικές τράπεζες, καθώς εκτός των άλλων πρέπει να έχουν βαθμολόγηση από δύο οίκους αξιολόγησης, ενώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν από έναν.
 

 

Επιπρόσθετα οι καλυμμένες ομολογίες που μπορεί να επιλεγούν από το συνολικό χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών δεν ξεπερνούν τα 12 δισ. ευρώ, δίνοντας τη δυνατότητα πρακτικά για άντληση περί τα 4 και στην καλύτερη περίπτωση τα 5 δισ. ευρώ.
 

 

Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε νέες εκδόσεις, καθώς διαθέτουν δεξαμενή ελεύθερων εξυπηρετούμενων δανείων της τάξης των 70 δισ. ευρώ, που μπορούν να δώσουν νέες εκδόσεις 50 δισ. ευρώ.

 

Ωστόσο, την κοινωνία και την πραγματική οικονομία ουδόλως τις απασχολεί το πώς θα βαφτιστεί το νέο πρόγραμμα – αφού επί της ουσίας για τρίτο Μνημόνιο θα πρόκειται και τη στιγμή που η χρηματοδότηση των τραπεζών θα συνεχιστεί να δίνεται με φειδώ και κάτω από αυστηρότατες προϋποθέσεις.

 

Ποιο λοιπόν το όφελος για την οικονομία, τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις, τα δυσθεώρητα «κόκκινα δάνεια» από την κίνηση της ΕΚΤ; Ελάχιστο έως μηδενικό, προεξοφλούν επαγγελματίες της αγοράς, τη στιγμή που, σύμφωνα με την ελβετική ιδιωτική τράπεζα Julius Baer, τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν χάσει περί τα 170 δισ. από το 2007 μέχρι σήμερα, δηλαδή σχεδόν ένα ΑΕΠ σε μία περίοδο 7 ετών.

 

Όταν μάλιστα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ξεπερνούν πλέον σε ποσοστό το 30% του συνόλου (τουλάχιστον 82 δισ. ευρώ με στοιχεία πρώτου 10 ήμερου Σεπτεμβρίου), η ανεργία… μειώνεται στο 27% (!) και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα παρά τις συνεχείς ενέσεις κεφαλαίων δεν είναι ακόμη σε θέση να χρηματοδοτήσει την οικονομία.
 

 

Ωστόσο το ελληνικό πρόβλημα γίνεται πιο σύνθετο, καθώς σε τροχιά ύφεσης βρίσκονται οι οικονομίες των χωρών του ευρωνότου, με τις ισπανικές και ιταλικές τράπεζες να «βυθίζονται» χρηματιστηριακό μετά τις δηλώσεις του επικεφαλής της ΕΚΤ την περασμένη Πέμπτη, την ύφεση της γαλλικής οικονομίας να «απειλεί» το δεύτερο ΑΕΠ της Ευρώπης και να φέρνει σε τροχιά σύγκρουσης το Παρίσι με το Βερολίνο. Και στον ορίζοντα να διακρίνονται όλο και περισσότερα σύννεφα στον ουρανό της γερμανικής οικονομίας, με τα ξένα κεφάλαια να προεξοφλούν την επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης του πρώτου ΑΕΠ της Ευρώπης, μειώνοντας σταδιακά τις θέσεις τους σε μετοχές γερμανικών εταιρειών στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης. Επιπλέον, αρνητικό για την Ελλάδα σε αυτή τη συγκυρία είναι η ενδόμυχη ανησυχία της ΕΚΤ για τον κίνδυνο αποπληθωρισμού στην ευρωπαϊκή αγορά.
 

 

Η Ευρώπη διανύει φάση απομόχλευσης, δηλαδή μειώνει δανεισμό και ξοδεύει λιγότερα χρήματα, υποχωρεί η ανάπτυξη, περιορίζεται η ζήτηση-κατανάλωση.

 

Έτσι, ένα νέο Μνημόνιο (ή πρόγραμμα επιτήρησης) που θα επιβληθεί επιπλέον στην ασφυκτιούσα ελληνική οικονομία θα επιφέρει ελάχιστες βελτιώσεις, ασήμαντες μπροστά στο βάρος της συσσωρευμένης θετούς ύφεσης. Εάν μάλιστα η ενίσχυση των τραπεζών είναι όντως χαμηλότερη των αρχικών προσδοκιών, τότε τα όποια ελάχιστα περιθώρια ενίσχυσης οικονομίας και επιχειρήσεων εξανεμίζονται δραματικά.

 

Είναι απορίας άξιον, πώς σε μια χώρα όπου τα μεν νοικοκυριά έχουν χάσει περιουσία 170 δισ. ευρώ, οι δε τράπεζες έχουν ενισχυθεί – στηριχθεί με περισσότερα κεφάλαια/εγγυήσεις/ομόλογα να μην κινείται… φύλλο.

 

Σε αυτή την ασφυκτιούσα οικονομία-κοινωνία, η κίνηση Ντράγκι προοιωνίζεται πως θα αποτελέσει άλλο ένα ασφυκτικό πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας με την ανάπτυξη να μην έρχεται ούτε το 2015.

 

Βέβαια, το Βερολίνο επικρίνει τον κεντρικό τραπεζίτη ακόμη και για αυτά τα ελάχιστα… ψήγματα ρευστότητας, που επιχειρεί να διαθέσει στο ευρω-σύστημα, με το «Der Spiegel* να κάνει λόγο για πράξεις απόγνωσης, λέγοντας πως προφανώς και ο Ιταλός δεν είναι πλέον απόλυτα πεπεισμένος ότι η βαθιά κρίση στην Ευρωζώνη μπορεί να λυθεί με τα μέσα της νομισματικής πολιτικής.

 

Γνωστή η κόντρα Βερολίνου- ΕΚΤ, με τα γερμανικά μέσα (Deutsche Welle, Frankfurter Allgemeine Zeitung, Wirtschaftswoche) να υποστηρίζουν πως η ΕΚΤ δεν είναι σε θέση να επιλύσει μόνη της την εν εξελίξει κρίση.

 

Τώρα για ποιο λόγο κυβερνητικά στελέχη σπεύδουν να μιλήσουν για σημαντική επιτυχία για την Ελλάδα και τη στιγμή που το περιθώριο αξιοποίησης του «προγράμματος Ντράγκι» είναι περιορισμένο, είναι απορίας άξιον.

 

Του Αλέξανδρου Κλωσσά-Μιχαήλ Γελάνταλι από ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ