«Τίποτα δε γίνεται τυχαία ή τζάμπα»λένε. Στην περίπτωση ειδικά μίας χρεωκοπημένης χώρας, όπως η Ελλάδας, αυτός ο κανόνας είναι παραπάνω από επιβεβλημένος.
Τις τελευταίες ημέρες βλέπουμε ένα ράλι των spreads, και όχι τυχαία. Ενός κακού, μύρια έπονται. Αυτό συμβαίνει και με το κλιμακούμενο πολιτικό ρίσκο, που προκαλεί αλυσιδωτές παρενέργειες, καθώς δυναμιτίζει το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, δημιουργεί αρνητικό κλίμα στις αγορές και εν τέλει πυροδοτεί τη ραγδαία αύξηση του κόστους του χρήματος, με το οποίο δανείζεται η χώρα.
Ουσιαστικά, η κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη στην αβεβαιότητα, από τη στιγμή κατά την οποία τα spreads των κρατικών ομολόγων ανεβαίνουν, ενώ παράλληλα ενισχύονται και οι αποδόσεις τους, που εκφράζουν το θεωρητικό κόστος δανεισμού. Το οποίο έχει γίνει ιδιαίτερα ακριβό, αν ληφθεί υπόψη ότι η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου έχει εκτιναχθεί στο 6,61%.
Η ίδια η κυβέρνηση «έβαλε τα χέρια της και έβγαλε τα μάτια της», καίγοντας ουσιαστικά το «χαρτί» για μια άμεση αναζήτηση κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές.
Η εφημερίδα DEAL NEWS, για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της κρίσης, η Ελλάδα βγήκε στις αγορές στις 10 του μηνός, του περασμένου Απριλίου, αντλώντας 3 δισ. ευρώ με ένα πενταετές ομόλογο. Τότε η εικόνα της χώρας ήταν καλή και τα spreads είχαν βρεθεί στις 420 μονάδες βάσης. Στη δεύτερη έξοδο στις αγορές, στις 10 Ιουλίου, τα spreads είχαν σκαρφαλώσει στις 470 μονάδες και η Ελλάδα άντλησε με το 3ετές ομόλογο, μόλις τα μισά από τα κεφάλαια που στόχευε.
Ενώ ζητούσε 3 δισ. πήρε τελικά μόνο 1,5 δισ. ευρώ, θέλοντας να κρατήσει χαμηλά το επιτόκιο. Στην παρούσα φάση όμως, τα spreads που αποτυπώνουν τη διαφορά αποδόσεων του ελληνικού με το αντίστοιχο γερμανικό 10ετές ομόλογο, έχουν βρεθεί στα επίπεδα των 590 μονάδων βάσης (5,9% πάνω), με βάση τα δεδομένα της περασμένης Τετάρτης. Νερό στο μύλο της κλιμακούμενης αβεβαιότητας για την Ελλάδα, η οποία εντάθηκε από τις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου όταν (μετά τη ΔΕΘ) μπήκε μπροστά στο κάδρο των εξελίξεων το πολιτικό ρίσκο. Καθώς η χώρα δεν έχει «αυτόνομο» 10ετές, λαμβάνεται υπόψη το ομόλογο που λήγει το 2024 και προέρχεται από τη σειρά των «κουρεμένων» ομολόγων του PSI.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 8 Σεπτεμβρίου, η ετησιοποιημένη απόδοση του κρατικού ομολόγου που λήγει στις 24 Φεβρουαρίου του 2024 ήταν στο 5,51%. Στον ένα μήνα που έχει παρέλθει από τότε η απόδοση έχει ανέβει στο 6,61%. Το νέο 5ετές ομόλογο που εκδόθηκε τον περασμένο Απρίλιο, είχε φτάσει να έχει απόδοση 3,84% στις 9 του μηνός του περασμένου Σεπτεμβρίου, ενώ τώρα η απόδοσή του έχει ανέβει στο 4,94%. Πρακτικά, η άνοδος των αποδόσεων δεν επιβαρύνει τα δημοσιονομικά κόστη για τα ομόλογα που έχουν εκδοθεί και έχουν σταθερό επιτόκιο. Μετράνε όμως για τις νέες εκδόσεις, καθώς οδηγούν σε αναπροσαρμογή των επιτοκίων. Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος των αποδόσεων είναι απόρροια των «πυρών» που δέχονται οι τιμές τους από τους πωλητές, εξαιτίας του εντεινόμενου πολιτικού ρίσκου, το οποίο και κυριαρχεί στις αναλύσεις των διεθνών οίκων.
Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση Σαμαρά είναι πολύ πιθανό να αναδιπλωθεί και να αναθεωρήσει το σχέδιο της για νέα έξοδο στις αγορές τον προσεχή Νοέμβριο. Έχοντας ως στόχο να αντλήσει τουλάχιστον 4 δισ. ευρώ, μέσω της έκδοσης 7ετούς ομολόγου. Και αυτό ως ένα πρώτο βήμα, σε ένα γενικότερο σχεδιασμό κάλυψης του Δημοσιονομικού κενού (για το 2015), καθώς επίσης και του «απογαλακτισμού» από τη δανειακή ρευστότητα του ΔΝΤ. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, πάντως, υπάρχει πρόβλεψη για άντληση 9 δισ. στη διάρκεια της 7ετές για το «κενό» απ’το ΔΝΤ. Φιλόδοξα σχέδια για άντληση 9 δισ. ευρώ από τις αγορές, με νέες ομολογιακές εκδόσεις στη διάρκεια του 2015, αποτυπώνονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Σε αυτό αναφέρεται ότι το απόθεμα των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από 66,8 δισ. ευρώ που είναι τώρα, θα ανέλθει 75,8 δισ. ευρώ την επόμενη χρονιά. Γίνεται επίσης λόγος για έκδοση επταετούς ομολόγου, για ανταλλαγή υφιστάμενων εκδόσεων με νέες, έτσι ώστε να υπάρξει μια αντιπροσωπευτικότερη καμπύλη αποδόσεων των τίτλων του ελληνικού Δημοσίου, καθώς επίσης και για έκδοση έντοκων γραμματίων με διάρκεια μεγαλύτερη των 6 μηνών.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση, διαβλέποντας την τρέχουσα αρνητική συγκυρία στις αγορές, εντάσσει το νέο 7ετές ομόλογο και στο 2015, αν και όπως λένε πηγές της αγοράς στόχος είναι να μπορέσει να εκδοθεί από το Νοέμβριο μέχρι το τέλος της εφετινής χρονιάς. Εφόσον όμως οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι αν δεν υπάρξει πολιτική σύγκλιση για την εκλογή νέου προέδρου της Δημοκρατίας (από τις διαδικασίες που θα ξεκινήσουν στις 8 Φεβρουαρίου του 2015) και αν η χώρα οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές, τότε και οι γενικότεροι σχεδιασμοί για έξοδο στις αγορές θα διαφοροποιηθούν. Σε μια τέτοια περίπτωση, καθίσταται εξαιρετικά επισφαλές το κυβερνητικό σχέδιο για διαζύγιο με το ΔΝΤ. Από το δεύτερο πρόγραμμα στήριξης του ΔΝΤ συνολικού ύψους 27,5 δισ. ευρώ η Ελλάδα έχει λάβει μέχρι τώρα τα 11,8 δισ. Με τη νέα αξιολόγηση της Τρόικας, η Ελλάδα θα πάρει 3,5 δισ. στο προσεχές δίμηνο και θα απομένουν να εκταμιευτούν άλλα 12,2 δισ. ευρώ, μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου του 2016. Σε περίπτωση που το ΔΝΤ αποχωρήσει με ελληνική υπόδειξη, είναι προφανές ότι θα υπάρξει κενό χρηματοδότησης για το 2015 και όπως επισημαίνεται από στελέχη της Standard & Poors, η χώρα μα δε μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της, μόνο από την προσφυγή στις αγορές.
Το ΔΝΤ έχει εκτιμήσει το χρηματοδοτικό κενό στα 12,6 δισ. ευρώ και από τη στιγμή που από την αρχή της νέας χρονιάς θα παραμείνει μόνο στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος, ζητάει από τους Ευρωπαίους (που ολοκληρώνουν το δικό τους πρόγραμμα στα τέλη της εφετινής χρονιάς) να υπάρξει μια «καθαρή» λύση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Μόνο έτσι θα συνεχίσει να δανειοδοτεί τη χώρα μας, αν δεν υπάρξει διαζύγιο με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς.
Πηγές της αγοράς, εκτιμούν ότι με τα τρέχοντα δεδομένα, ένα 7ετές ομόλογο θα έβγαινε με επιτόκιο της τάξεως του 6%, δηλαδή στο μέσον των σημερινών αποδόσεων του 10ετούς και του 5ετούς ελληνικού ομολόγου. Η χώρα, δηλαδή, θα πλήρωνε πανάκριβα τη δανειακή ρευστότητα, όταν τα «κουρεμένα» ομόλογα και τα δάνεια από την Ε.Ε. έχουν επιτόκιο 2%, ενώ οι δανειακές ενισχύσεις από το ΔΝΤ κοστίζουν 3,8%. Εκ των πραγμάτων, οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την έξοδο της χώρας στις αγορές. Εξίσου κρίσιμη, είναι και η παράμετρος που αφορά το ΑΕΠ του 3ου εφετινού τριμήνου, τα στοιχεία του οποίου θα ανακοινωθούν στις 14 Νοεμβρίου. Αν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για το πρώτο τρίμηνο με ανοδικό ΑΕΠ, έπειτα από 6 χρόνια ύφεσης, τότε σαφώς μπορεί να βελτιωθεί και το ευρύτερο επενδυτικό κλίμα και να διαφοροποιήσει προς το θετικότερο και την εικόνα στα ομόλογα. Μένει, όμως, να αποδειχθεί και στην πράξη τι πραγματικά θα γίνει, αφού όλα αυτά δεν διαγράφουν το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών και ως εκ τούτου δεν απεγκλωβίζουν τη χώρα από το πολιτικό ρίσκο.
Danioliptes.gr
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.