«Το ουαί τοις ηττημένοις» έχει απόλυτη εφαρμογή στην οικονομία.

 

Έπειτα από τεσσεράμισι χρόνια θυσιών, η Ελλάδα καταγράφει σήμερα αξιοζήλευτους δημοσιονομικούς δείκτες – αλλά δεν μπορεί να τους αξιοποιήσει στις αγορές.

Το πλεόνασμα του προϋπολογισμού φθάνει το 3% του ΑΕΠ, ενώ το έλλειμμα είχε ξεπεράσει το 16% τη μοιραία χρονιά του 2009. Την ίδια στιγμή ωστόσο, τα περιβόητα spreads των ελληνικών ομολόγων έχουν ανέβει σε επίπεδα υψηλότερα της άνοιξης του 2010, όταν υπεγράφη το πρώτο Μνημόνιο.
 

Η πιο εύκολη εξήγηση για αυτή την αντίφαση είναι προφανώς η συνωμοσιολογική: οι ξένοι που θέλουν να μας υποτάξουν, να δημιουργήσουν μία χώρα φθηνού μεροκάματου και μεγάλων επενδυτικών ευκαιριών για τους ίδιους και άλλα γνωστά.

Είναι δεδομένο ότι αυτή η εξήγηση είναι αφελής. Άλλωστε, η χώρα μας ήταν μεν η πρώτη, αλλά όχι και η μόνη που υπέγραψε Μνημόνιο με τους διεθνείς δανειστές. Σήμερα, μόνον εμείς και η Κύπρος συνεχίζουμε στον ίδιο δρόμο.
Όταν υπεγράφη το πρώτο Μνημόνιο ήταν κοινή η πεποίθηση ότι το «ελληνικό πρόβλημα» ήταν πρωτίστως πολιτικό: οι κυρίαρχες κομματικές δυνάμεις είχαν πρωταγωνιστήσει σε μία σπάταλη διαχείριση χωρίς την παραμικρή πρόνοια για το μέλλον.

Γα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες – με την κυβέρνηση να ανακοινώνει έξοδο από το Μνημόνιο χωρίς τη συγκατάθεση των δανειστών και την αξιωματική αντιπολίτευση να αρνείται τη διαμόρφωση μίας κοινής, εθνικής θέσης για το ζήτημα – πιστοποιούν ότι το πρόβλημα παραμένει εξόχως πολιτικό, ισοπεδώνοντας τις θυσίες των πολιτών.

Οι χώρες – Ιρλανδία, Πορτογαλία – που βγήκαν από το Μνημόνιο είχαν προηγουμένως διασφαλίσει την εθνική συνεννόηση. Εδώ, η κυβέρνηση κάνει σχέδια επί χάρτου και η αξιωματική αντιπολίτευση επιχειρεί με κάθε τρόπο την επίσπευση των εκλογών στην πιο κρίσιμη στιγμή για την έξοδο από την πολιτική της διαρκούς λιτότητας! Είναι πολιτικό παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος σε μια χώρα με πρωτογενές πλεόνασμα.
 

ΤΑ ΝΕΑ

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.