Αυτή την περίοδο, εν όψει του ενδεχομένου να γίνουν εκλογές τον Μάρτιο, η κυβέρνηση ικανοποιεί μεγάλα συμφέροντα.
Είναι όμως αναγκασμένη να προχωρήσει και σε «λύσεις» για κρίσιμα λαϊκά προβλήματα, τα οποία εγκαίρως ανέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ με το πρόγραμμα που εξήγγειλε στη Θεσσαλονίκη. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια. Πρόκειται για «λύση » που αφήνει τους δανειολήπτες ανυπεράσπιστους στα χέρια των τραπεζών και εκχωρεί στις τράπεζες τη δημόσια ευθύνη για την ανασυγκρότηση της οικονομίας. Αναπαράγει με περίεργο τρόπο το πελατειακό κράτος.
Τι άλλο σημαίνει να αποφασίζουν οι τράπεζες κυριαρχικά για το ποιες επιχειρήσεις θα βοηθηθούν να ορθοποδήσουν και ποιες θα αφεθούν να κλείσουν; Το παράδοξο αποδεικνύεται ακόμη μεγαλύτερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι το τραπεζικό χρήμα είναι δημόσιο, αλλά η διαχείρισή του αφήνεται ανεξέλεγκτη στα χέρια των διοικήσεων που οδήγησαν τις τράπεζες σε χρεοκοπία.
Το θέμα συζητήθηκε προχθές στο Μαξίμου, σε σύσκεψη του Σαμαρά με τους τραπεζίτες. Δεν υπήρξαν εκτενείς ανακοινώσεις, αν και οι πληροφορίες φέρουν τον Σαμαρά πρόθυμο να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση των τραπεζών με ζημία του Ελληνικού Δημοσίου. Μέσα σ’ αυτό το μεγάλο «ντιλ», οι τραπεζίτες διευκρίνισαν ότι οι ίδιοι δεν εγείρουν θέμα άρσης της προστασίας από τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας. Συνεπώς, παραμένει αδιευκρίνιστο ποιοι πιέζουν και για ποιο λόγο να αρθεί η προστασία έναντι των πλειστηριασμών.
Το πιθανότερο είναι κυβέρνηση και τραπεζίτες να μην είναι επισπεύδοντες για το θέμα. Προτιμούν παράταση της ρύθμισης τουλάχιστον για μετά τις εκλογές. Αν όμως στο θέμα των πλειστηριασμών διακρίνει κανείς, έστω περιστασιακά, μια άρνηση της ελληνικής πλευράς να συναινέσει στις πιέσεις της τρόικας, δεν ισχύει το ίδιο στο μείζον θέμα της τιτλοποίησης ενυπόθηκων δανείων και της πώλησής τους σε ξένα funds.
Αντίθετα οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε τέτοιες ρυθμίσεις και ετοιμάζονται και πάλι για μαζικές πωλήσεις δανείων κοψοχρονιάτικα σε funds.
Προκαλεί δικαιολογημένη απορία γιατί οι τράπεζες πωλούν τα δάνεια με τεράστιο κούρεμα σε ξένα funds και δεν διαπραγματεύονται αναλόγως με τους δανειολήπτες. Είναι γνωστό ότι οι τράπεζες έχουν εγγράψει προβλέψεις για ζημίες 40%-50% από τα «κόκκινα» δάνεια και έναντι αυτών έχουν λάβει γενναιόδωρη δημόσια χρηματοδότηση προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθουν.
Ορισμένες, μάλιστα, πούλησαν «κόκκινα» δάνεια σε «θυγατρικές εταιρείες», ώστε να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους με πρόσθετα, έστω περιορισμένα, κέρδη και την κατάλληλη στιγμή να διεκδικήσουν την αποπληρωμή των δανείων.
Πρόκειται για ένα από τα γνωστά παιχνίδια του τραπεζικού λαβύρινθου, σαν αυτά που αποκαλύφτηκαν παλαιότερα με τα δομημένα ομόλογα και πρόσφατα με τη μεγαλοφοροδιαφυγή μέσω Λουξεμβούργου. Τέτοια παιχνίδια προϋποθέτουν ότι οι κυβερνήσεις συμπεριφέρονται ως υπηρέτες του τραπεζικού κεφαλαίου.
Η ρύθμιση των ιδιωτικών δανείων (επιχειρηματικών, στεγαστικών και καταναλωτικών) είναι αναγκαία. Χρειάζονται καθαροί κανόνες, που να ανταποκρίνονται στις επιπτώσεις της ύφεσης και δημόσια παρέμβαση, ώστε να μην εγκαταλειφθούν οι αδύναμοι δανειολήπτες στην ετεροβαρή ή και αδηφάγο σχέση με τις τράπεζες.
Είναι κρίσιμης σημασίας να νομοθετηθεί η απαγόρευση πώλησης δανείων σε ξένα funds. Διαφορετικά, θα ανακυκλώνεται η κρίση εις βάρος των δανειοληπτών και θα ‘ρθει και η στιγμή των πλειστηριασμών.
ΑΥΓΗ
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.