Ο τίτλος του σημερινού άρθρου δείχνει πιο πολεμικός και μετωπικός από το περιεχόμενο του. Δεν αμφισβητώ π.χ. παρακάτω ότι οι συνταγματικές διατάξεις για την ευθύνη υπουργών πρέπει να αλλάξουν.
Φυσικά ούτε, από την άλλη, υιοθετώ την υπερβολή ότι ο βασικός ιστορικός παράγων μιας εθνικής κακοδαιμονίας είναι οι πολιτικοί και η ατιμωρησία τους.
Η αντιπαράθεσή μου στο κυρίαρχο ρεύμα για μεταρρύθμιση του Συντάγματος εστιάζεται, λοιπόν, στα εξής: τα σύγχρονα, μεγάλα και άξια συνταγματικής προσοχής προβλήματα της χώρας δεν οφείλονται στην έλλειψη συνταγματικών προβλέψεων, αλλά αντίθετα στη μη εφαρμογή τους.
Κινδυνεύουμε όμως τώρα να παγιδευτούμε: αντί να διεκδικούμε εφαρμογή, δηλαδή πραγματική κοινωνική, πολιτική και ουσιαστική δημοκρατία, να επιδιώκουμε την αλλαγή ενός κειμένου, που μοιάζει γράμμα κενό, με ένα άλλο, που θα επισημοποιήσει την αποδόμηση.
Πραγματικά, οι εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων και των προνοιακών παροχών, καθώς και οι δημοκρατικές κατακτήσεις της ψήφου, κατοχυρώνονται στο ισχύον Σύνταγμα κατά τρόπο σαφή. Είναι σε όλους φανερό ότι η απαιτούμενη κοινωνική και οικονομική αλλαγή εξαρτάται από συσχετισμούς δυνάμεων και όχι από μεταρρυθμίσεις διατάξεων. Ωστόσο, η χώρα μας έχει από δεκαετίες διαμορφώσει μια πάγια τακτική απευθυνόμενη προς το εσωτερικό και το εξωτερικό: εύκολα εξαγγέλλουμε και αναγνωρίζουμε δικαιώματα (π.χ. αποφυγής διακρίσεων κατά ξένων ή αλλοθρήσκων), δύσκολα όμως φτάνουμε σε ικανοποίησή τους.
ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΑ, ΛΟΙΠΟΝ, και σφαιρικά: θεμέλιο της δημοκρατίας είναι η ψήφος, αλλά ο πολίτης εκβιάζεται κατά την επιλογή της από διάφορες καταστροφολογίες. Η υγεία, η παιδεία, το περιβάλλον είναι συνταγματικά αγαθά, η αξιοπρέπεια, η ελευθερία των πράξεων και του λόγου επίσης. Ερήμην των εγγυήσεων αστών, ωστόσο, η πολιτική λιτότητας ωθεί προς την κοινωνική εξαθλίωση. Στο διεθνές πλαίσιο οι μεγάλες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν με αρνητισμό και ειρωνεία («θα σταματήσουν τις αγορές τα Συντάγματα;») το φαινόμενο να περιορίζονται οι παγκοσμιοποιημένες αγορές από εθνικά συνταγματικά κείμενα.
Τις μέρες αυτές οι εξαγγελίες για αναθεώρηση του Συντάγματος είναι ηχηρές. Το Σύνταγμα σείεται σαν δέλεαρ διαφήμισης, σαν «άσος στο μανίκι» κομματικών επιτελείων, σαν καμουφλάζ για το έλλειμμα ουσίας.
Τι όμως άραγε είναι πιο πιθανό να συμβεί αν ο ασκός του Αιόλου με την αναθεώρηση ανοίξει; Να διαφυλαχθεί πιο αποτελεσματικά η εθνική ανεξαρτησία από έξωθεν πιέσεις και υπαγορεύσεις; Μήπως, αντίθετα, θα διευκολυνθεί η παγκοσμιοποιημένη ολιγαρχική διαχείριση της οικονομίας, χωρίς τις ενοχλήσεις της νομοθετικής διαφάνειας στα εθνικά Κοινοβούλια και τους κινδύνους δικαστικής ακύρωσης των νεοφιλελεύθερων μέτρων; θα διαφυλαχθεί το δημόσιο Πανεπιστήμιο που καταρρέει ή, αντίθετα, θα διευκολυνθεί κι άλλο η ήδη επελαύνουσα με έμμεσους τρόπους ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση; θα αναβαθμιστεί η δημόσια περίθαλψη ή θα γίνει ανετότερη η υπαγωγή της στα κελεύσματα της λιτότητας; θα κατοχυρωθεί αποτελεσματικότερα η δημόσια περιουσία (ιστορικές υποδομές, δάση κ.λπ.) ή θα δοθούν αυτά βορά, χωρίς θεσμικά όρια, σε διεθνή και ημεδαπά κεφάλαια;
Μια κληρονομιά πολιτισμού χτισμένη μέσα στους αιώνες με κόπους και παιδεία, μια φύση που ώς τώρα κάπως περισώζεται, παραμένουν ταμπού απέναντι σε αρπακτικά και μπουλντόζες, επειδή ακόμη μπορούν να γίνονται σημαίες διεκδικήσεων κατά το Σύνταγμα, θα αφεθούν χωρίς υπεράσπιση;
ΟΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΔΙΑΖΕΥΞΕΙΣ θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερες. Καλόπιστα, εν τω μεταξύ, κάποιοι δέχονται ότι οι προβαλλόμενες προθέσεις για συνταγματική αναθεώρηση μοιάζουν θετικές (προβάλλεται άλλωστε διαρκώς η βιτρίνα, η ανάγκη μεταρρύθμισης του νόμου περί ευθύνης υπουργών) ή έστω ανώδυνες. Ας θυμίσουμε λοιπόν την εμπειρία: Όταν προγραμματίζεται μια θεσμική αλλαγή, είναι γνωστές στους σχεδιαστές της και οι εξειδικεύσεις, τα «ψιλά γράμματα», οι παρενέργειες.
Ποιος θα μπορεί όμως ύστερα να ισχυριστεί ότι δεν φανταζόταν πως θα τελεσφορήσουν οι διεθνείς πιέσεις για συνταγματικά οροθετημένους υπέρ των πιστωτών κρατικούς προϋπολογισμούς; Με δυο λόγια: Υπάρχουν όντως ορισμένες συνταγματικές διατάξεις που χρειάζονται αναθεώρηση. Αν όμως η αναθεώρηση τους θα εμπλουτιστεί, εξαρχής ή καθ’ οδόν, με υπόσκαψη των θεμελιακών εγγυήσεων κυριαρχίας, κράτους δικαίου και πρόνοιας που έχει κατακτήσει η δημοκρατία, τότε καλύτερα ας λείπει.
Όποιος προωθήσει το θεσμικό εγχείρημα, θα έχει, με μεταφορά τεχνικών όρων στην πολιτική, ενδεχόμενο δόλο ή ενσυνείδητη αμέλεια για τις συνέπειες. Οι οποίες βέβαια θα βαραίνουν μακρόχρονα τη χώρα.
Του ΝΙΚΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ, καθηγητή Νομικής ΑΠΘ
ΑΠΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.