Είναι κατ’ αρχήν θετικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση, έστω και δια της βίας και κατόπιν επιμονής του Βενιζέλου, επιμένει να μιλά για την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης, έστω κάποιων πτυχών του μνημονίου.

Η σπουδή με την οποία η ΝΔ και ο υπουργός Οικονομικών Στουρνάρας εγκατέλειψαν την προεκλογική δέσμευση, πρόσβαλαν και την ψήφο του ελληνικού λαού, αλλά και αφαιρούσαν κάθε δυνατότητα της χώρας να διεκδικήσει κάτι καλύτερο.

Η λογική «να είμαστε καλά παιδιά στο μάθημα, να τηρήσουμε κατά γράμμα τις οδηγίες και ας ελπίσουμε ότι αργότερα θα μας κάνουν κάποιο δώρο» είναι και αντιδημοκρατική – δεν εξελέγη με αυτή τη σημαία η κυβέρνηση, ούτε είναι αυτή η βάση της προγραμματικής συμφωνίας των τριών κομμάτων – αλλά και καταστροφική: Το πρόγραμμα θα φέρει – αν τελικά μπορεί να φέρει – κάτι θετικό για τη χώρα μόνο αν αλλάξει και εκλογικευτεί. Αν επιχειρηθεί να υλοποιηθεί ως έχει, όπως υπερθεματίζουν η ΝΔ και ο Στουρνάρας, τότε ή δεν θα υλοποιηθεί – το άκρως πιθανότερο, όπως άλλωστε έχει γίνει επί δύο χρόνια -, ή αν το υλοποιήσουν θα έχουν ισοπεδώσει την κοινωνία και τη χώρα.

Έχει δίκιο ο Βενιζέλος που θέτει ως προϋπόθεση την αλλαγή του προγράμματος για οτιδήποτε, έστω κι αν η αλλαγή αφορά κατ’ αρχήν την επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής – η λογική του εδώ προσεγγίζει περισσότερο σε εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, παρά σε εκείνη της ΝΔ. Για να μην κοροϊδεύουμε όμως: Μπορεί να γίνει επαναδιαπραγμάτευση; Ποιος και με ποιο τρόπο μπορεί να την κάνει; Πιστεύω ότι δεν είναι αργά να γίνει επαναδιαπραγμάτευση. Με έναν όρο: Ότι εκείνοι που θα την κάνουν να έχουν πειστικότερα επιχειρήματα από όσα έχουν χρησιμοποιηθεί έως τώρα για να αποδεχθεί η τρόικα και κυρίως οι ευρωπαίοι ηγέτες ότι πρέπει να αλλάξει η συνταγή. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μην είναι ακριβώς οι ίδιοι, που υπέγραψαν τα μνημόνια, καθώς είναι παράδοξο να ζητούν αλλαγές όσοι υπέγραψαν μόλις πριν τέσσερις μήνες το μνημόνιο και τη δανειακή σύμβαση. Εδώ θα μπορούσε να βοηθήσει η παρουσία της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση, αλλά το κόμμα του Κουβέλη αποδεικνύεται σε γενικές γραμμές πιο μνημονιακό και παραδομένο ακόμα και από τις πιο τροϊκανές δυνάμεις του παλαιού δικομματισμού.

Ο κλήρος ωστόσο πέφτει, για την ώρα, στη σημερινή κυβέρνηση και το ζητούμενο είναι τι έχει να πει στην τρόικα περισσότερα απ’ όσα της έχει πει όλο το προηγούμενο διάστημα για τα προβλήματα, που παρουσιάζει το μνημόνιο. Θέλω να πιστεύω ότι όντως η τρόικα έχει ακούσει και για την ύφεση, και για την ανεργία και για την κοινωνική κατακραυγή, που υπάρχουν στη χώρα. Εάν η κυβέρνηση πάει με τα όπλα και την τακτική, που είχε πάει μέχρι τώρα δεν θα πετύχει κανένα αποτέλεσμα.

Και θα αποτύχει και θα εξευτελιστεί, καθώς κάποια στιγμή θα αποδειχθεί ότι υποσχέθηκε στους πολίτες επαναδιαπραγμάτευση και επαναδιαπραγμάτευση δεν μπορεί να δώσει. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα μόνο εάν η κυβέρνηση χρησιμοποιήσει άλλα, πιο δραστικά μέσα έναντι της τρόικας και της Ευρώπης μπορεί να επιβάλλει επαναδιαπραγμάτευση. Ας βρει ποια θα είναι αυτά. Ας απειλήσει με παραίτηση για παράδειγμα. Να τους πει δηλαδή ότι «η βοηθάτε πραγματικά ή εμείς φεύγουμε και βγάλτε τα πέρα με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες μετά». Γιατί η ελληνική έκρηξη θα συμπαρασύρει όλη την Ευρώπη. Ας απειλήσει με δραχμή, να τους πει δηλαδή ότι εμείς θα προετοιμαστούμε καλού κακού να βγούμε μόνοι μας από το ευρώ.

Κι ας μαζεύουν μετά ο Σόιμπλε και ο Ολάντ τις επιπτώσεις στο “σταθερό νόμισμα”, που θέλουν να είναι το ευρώ. Η κυβέρνηση πρέπει να τα παίξει όλα για όλα: Ή θα πάει με το μνημόνιο και θα έχει σίγουρη την καταστροφή ή θα συγκρουστεί με την τρόικα μέχρι τέλους, μπας και σώσει την παρτίδα. Προφανώς ο δεύτερος δρόμος έχει ρίσκο και κίνδυνο. Αλλά ο πρώτος είναι στα σίγουρα αδιέξοδος.

Του Γιάννη Μακρυγιάννη για το protothema

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.