Είναι γνωστό στους κόλπους της κοινότητας ότι κανένας χαρακτηρισμός δεν προκαλεί μεγαλύτερο εκνευρισμό στους Γερμανούς πολιτικούς από αυτόν του «ηγεμόνα». Ακόμη και η λέξη «Fuehrer» (ηγέτης), η οποία έχει ταυτιστεί με το Τρίτο Ράιχ, γίνεται πιο εύκολα ανεκτή, σχολίαζε πρόσφατα ο Economist.

 

Όσο, όμως, και αν το Βερολίνο επιθυμεί να το αρνείται, όσο και αν υποστηρίζει ότι ανήκει σε μία ένωση «ισότιμων εταίρων», τα υπόλοιπα μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας το διαψεύδουν. Με κάθε τρόπο αναγνωρίζουν στη Γερμανία ηγεμονικό ρόλο – ακόμη και όταν διαμαρτύρονται γι’ αυτόν.

 

Είναι προφανές ότι η εξέλιξη κάθε επεισοδίου στο ελληνικό δράμα φέρει γερμανική σφραγίδα, με τα διεθνή μέσα αλλά και τις αγορές να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις αντιδράσεις του Βερολίνου από ό,τι σε εκείνες των επίσημων οργάνων της Ε.Ε.

 

Ακόμη και εάν δεχθούμε πως είναι «λογικό» ένα μικρό κράτος, το οποίο ζητεί χρηματοδότηση, να πρέπει πρώτα να πείσει τον ταμία της ένωσης, δεν μπορεί παρά να μας ξενίζει το γεγονός ότι ανάλογη έγκριση ζητούν ακόμη και οι «μεγάλοι» του κλαμπ.

 

Η πρόσφατη επίσκεψη του Γάλλου προέδρου, Φρανσουά Ολάντ, στη γερμανική πρωτεύουσα το μαρτυρά με τον καλύτερο τρόπο. Επισήμως στην ατζέντα ήταν το ελληνικό ζήτημα, η κρίση στην Ουκρανία και άλλα θέματα, όπως η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.

 

Κύριος λόγος της επίσκεψης Ολάντ, ωστόσο, ήταν να διαβεβαιώσει τη Γερμανίδα καγκελάριο, Αγκελα Μέρκελ, για την προσήλωση της κυβέρνησής του στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, παρά τις αντιδράσεις που αυτές προκαλούν στη γαλλική κοινωνία ή ακόμη και στους κόλπους του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

 

«Επεσήμανα στην καγκελάριο ότι έχουμε χαράξει μία πορεία, στην οποία θα επιμείνουμε», παραδέχθηκε ο ίδιος. Από το 2010, όταν ξέσπασε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, δεν υπάρχει ηγέτης χώρας της νομισματικής ένωσης που να μην έχει επιδιώξει συνάντηση με την κα Μέρκελ προκειμένου να λάβει στήριξη, επιβράβευση ή τουλάχιστον διστακτική ανοχή σε απόκλιση από τον δρόμο της πειθαρχίας.

 

Αυτό είναι κάτι που επέκρινε έντονα σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ρομάνο Πρόντι, κάνοντας λόγο για μία μορφή «καταπίεσης» και προειδοποιώντας πως εάν η Ευρωζώνη δεν καταστεί επιτέλους «κλαμπ ισότιμων δημοκρατιών» κινδυνεύει με διάλυση. Το 1953 ο Τόμας Μαν είχε πει ότι χρειαζόμαστε «μία ευρωπαϊκή Γερμανία» και όχι μία «γερμανική Ευρώπη».

 

Η ιστορία μάλλον τον διαψεύδει. Όσο και εάν η κα Μέρκελ δηλώνει «μία απλή καγκελάριος», διαθέτει επιρροή, δυσανάλογα μεγάλη ακόμη και για το μέγεθος της Γερμανίας.

 

Προτάσεις όπως η έκδοση κοινών ευρωομολόγων ή η πορεία προς μία πραγματική δημοσιονομική ένωση με μεταβιβάσεις, δεν συζητήθηκαν ποτέ σοβαρά -ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές της τελευταίας πενταετίας-, καθώς ένα «nein» ήταν αρκετό για να τις εξαφανίσει από το τραπέζι.

 

Γι’ αυτό και στην Ουάσιγκτον, όπως σχολίαζαν αμερικανικά μέσα, το ερώτημα «πού το πάει η Ευρωζώνη» έχει δώσει τη θέση του στο «τι θέλει το Βερολίνο;». Ευτυχώς αυτό που προς το παρόν θέλει είναι να κρατήσει την ένωση ακέραιη.

 

Νατάσα Στασινου από naftemporiki

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.