Ποιο είναι το κριτήριο για να χαρακτηριστεί το χρέος μίας χώρας «βιώσιμο»; Και ποιος το αποφασίζει αυτό;

 

Πρόκειται για δύο κρίσιμες ερωτήσεις, με τις απαντήσεις να αλλάζουν κατά διαστήματα, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της Ελλάδας. Αρχικά, οι αγορές ήταν εκείνες που αποφάσισαν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος της και κατ’ επέκταση αυτό δεν ήταν «βιώσιμο». Ηταν το 2010, όταν οι διεθνείς επενδυτές σταμάτησαν να δανείζουν τη χώρα για να αποπληρώνει τα χρέη της και να καλύπτει τα ελλείμματά της.

 

Εκτοτε, τη σκυτάλη πήραν οι ευρωπαϊκές χώρες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Το τελευταίο πίεσε όσο μπορούσε το 2010 για να γίνει «κούρεμα» του χρέους, αλλά δεν εισακούστηκε. Δύο χρόνια αργότερα, οι χώρες της Ευρωζώνης αποφάσισαν ότι θα πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του και προχώρησαν στο PSI.

 

Ταυτόχρονα, αποφάσισαν και το κριτήριο βάσει του οποίου το χρέος θα θεωρείτο βιώσιμο. Εθεσαν ως κανόνα το να είναι χαμηλότερο του 120% του ΑΕΠ της χώρας. Ενα κριτήριο που υιοθετήθηκε με γνώμονα το ύψος του χρέους της Ιταλίας, η οποία ήταν η αμέσως επόμενη χώρα της Ευρωζώνης με τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Από το 2012, όμως, η δυναμική του ελληνικού χρέους ως προς το ΑΕΠ αυξάνεται αντί να περιορίζεται. Ετσι, τώρα, αλλάζει εκ νέου το κριτήριο, αλλά όχι εκείνοι που το αποφασίζουν. Τον Αύγουστο, η καγκελάριος της Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ αποκάλυψε ότι για να θεωρηθεί βιώσιμο ένα κρατικό χρέος –υπονοώντας το ελληνικό– θα πρέπει οι ετήσιες δαπάνες αποπληρωμής τόκων και κεφαλαίου να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ της χώρας.

 

Ανεξαρτήτως του εάν αυτό το κριτήριο είναι πιο «λογικό» από το προηγούμενο, το δεδομένο είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί σε ένα νέο πλαίσιο στη συζήτηση για τη νέα ρύθμιση του χρέους. Η πολύ μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής των επίσημων δανείων που έχει λάβει η χώρα τα τελευταία 5 χρόνια, καθώς και τα πολύ χαμηλά επιτόκιά τους, διαμορφώνουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο τις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους. Από τώρα έως και το 2022 η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει περίπου το 10% του ΑΕΠ της για να είναι «εντάξει» με τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της.

 

Στο πλαίσιο αυτό, η θέσπιση του νέου κριτηρίου αλλάζει άρδην την ατζέντα των επικείμενων συζητήσεων για τη νέα ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Το ενδεχόμενο «κουρέματος» αποκλείεται (ούτως ή αλλιώς δεν το δέχονταν οι χώρες της Ευρωζώνης) και έρχεται στο προσκήνιο το σενάριο της νέας επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των ευρωπαϊκών δανείων, ώστε να παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ οι δαπάνες αποπληρωμής του χρέους και μετά το 2022.

 

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Αθήνα μπορεί να διεκδικήσει κάποια αλλαγή στους όρους των επιτοκίων που καταβάλλει για τα ευρωπαϊκά δάνεια. Και επειδή το ύψος τους είναι ήδη πολύ χαμηλό (πέριξ του 1%), το μόνο που ρεαλιστικά μπορεί να διεκδικήσει είναι να μετατραπούν τα επιτόκια από κυμαινόμενα σε σταθερά. Με αυτόν τον τρόπο εξαλείφεται ο κίνδυνος να αυξηθούν οι μελλοντικές δαπάνες για τόκους, καθώς είναι δεδομένο ότι τα επόμενα χρόνια τα επιτόκια θα αυξηθούν από τα ιστορικά χαμηλά που βρίσκονται σήμερα. Στο σχέδιο αυτό, ωστόσο, οι χώρες της Ευρωζώνης αντιδρούν, γιατί θα έχουν απώλειες στα προβλεπόμενα μελλοντικά έσοδά τους από την Ελλάδα. Οπότε το τι θα γίνει είναι αβέβαιο.

 

Πάντως, η ελπίδα του οικονομικού επιτελείου είναι να ολοκληρωθεί σύντομα η συζήτηση για τη νέα ρύθμιση του ελληνικού χρέους, ώστε η απόφαση για το κατά πόσον αυτό είναι βιώσιμο ή μη να επιστρέψει στις αγορές.

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΑΣ ΑΠΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.