Η επιστροφή των καταθέσεων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα τόσο για τις τράπεζες όσο και για την οικονομία, καθώς δεν είναι μόνο θέμα λογιστικής αποτύπωσης αλλά και ψυχολογίας. Και η οικονομία είναι πάνω απ’ όλα ψυχολογία.
Πόσο θετική μπορεί να είναι, όμως, η ψυχολογία όταν πριν από δύο χρόνια οι εκτιμήσεις ήθελαν τις καταθέσεις να φτάνουν το 2016 τα 200 δισ. ευρώ (!!!) και σήμερα η συζήτηση γίνεται για την επιστροφή 30 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη τριετία; Αν μέσα σε όλα αυτά υπολογίσουμε και τους φόρους που μπορεί να… προκύψουν στην πορεία, τότε το συγκεκριμένο νούμερο ενδεχομένως αποδειχθεί «φιλόδοξο».
Είναι από εκείνες τις φορές που η ανάλυση μοιάζει περιττή καθώς τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους:
Στις 31 Δεκεμβρίου του 2014 οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών στις ελληνικές τράπεζες διαμορϕώνονταν στα 160 δισ. ευρώ, ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους είχαν ϕτάσει λίγο υψηλότερα στα 164,7 δισ. ευρώ. Προηγουμένως, είχαν μείνει σχεδόν στάσιμες στο επίπεδο των 160 δισ. ευρώ από τον Δεκέμβριο του 2012, έχοντας καταγράψει «χαμηλό» τον Ιούνιο του 2012 στα 150 δισ. ευρώ.
Σήμερα, όσο και να… ψάξουν στα ταμεία τους, οι τράπεζες δεν θα βρουν πάνω από 121 δισ. ευρώ “ιδιωτικού τομέα”.
Στην κυβέρνηση, ωστόσο, επιμένουν ότι οι καταθέσεις έκαναν ϕτερά λόγω της αβεβαιότητας αλλά θα επιστρέψουν. Γιατί, όπως υποστηρίζουν, όσο η οικονομία ανακάμπτει, ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας εξαλείϕεται και οι τράπεζες μένουν μακριά από… περιπέτειες, τόσο θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη.
Αλήθεια, όμως, συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν έγκαιρα τα παραπάνω;
Οι εκτιμήσεις των αναλυτών δεν είναι και πολύ «ανθηρές». Στην πλειονότητά τους, οι επενδυτικοί οίκοι που καλύπτουν τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών δεν «βλέπουν» να επιστρέϕουν πάνω από 30 δισ. ευρώ καταθέσεων μέσα στην επόμενη τριετία. Αν, λοιπόν, επαληθευτούν οι «Κασσάνδρες», στο τέλος του 2018 οι καταθέσεις θα ϕτάσουν στα 150 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο, δηλαδή, ανάλογο με τις ημέρες αμέσως μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, ή του «ιστορικού» χαμηλού του Ιουνίου του 2012 που όλοι θυμούνται τη ζημιά που είχαν προκαλέσει οι δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Πόσο ευχαριστημένοι μπορούμε να είμαστε που σε τρία χρόνια από σήμερα οι τράπεζες θα έχουν καταθέσεις στα ίδια επίπεδα με εποχές που η αβεβαιότητα και ο ϕόβος χτύπαγαν κόκκινο;
Και τι Να πει κανείς για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο προέβλεπε στην έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους πριν από δύο χρόνια ότι το 2016 οι καταθέσεις θα ανέρχονταν στα 195 δισ. ευρώ!!! Στην παρούσα ϕάση, και όσο δεν… γίνονται θαύματα, το νούμερο αυτό μοιάζει κάτι παραπάνω από ουτοπικό!
Όπου θαύματα θεωρούνται όλες εκείνες οι ενέργειες – που δεν έχουν γίνει εδώ και πέντε χρόνια – για την προσέλκυση επενδύσεων, τη μείωση της ανεργίας και τη σταδιακή επιστροϕή στην ομαλότητα που είναι και η πιο κρίσιμη συνθήκη για την επιστροϕή των καταθέσεων. Και όταν μιλάμε για επιστροϕή καταθέσεων δεν εννοούμε μόνο τα χρήματα που βρίσκονται στα «σεντούκια», τα οποία έχουν «ταΐσει» το αδηϕάγο κράτος, καλύπτοντας τις ϕορολογικές υποχρεώσεις των πολιτών. Μεγάλο μέρος των καταθέσεων που έχουν «αποδημήσει» αϕορούν μεγαλοκαταθέτες και επιχειρήσεις με διεθνείς δραστηριότητες.
Άρα η ανάκτηση του επιπέδου των 150 δισ. ευρώ μάλλον δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιστροϕή καταθέσεων. Απλά οι τράπεζες ενδέχεται να ανακτήσουν μέρος από τα χαμένα.
Μπορεί να πει κανείς ότι το τραπεζικό μας σύστημα θα χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία με καταθέσεις σε αυτά τα επίπεδα; Ή θα χρειαστεί να ανακυκλώσει δάνεια, σε μία διαδικασία σαϕώς πιο «περίπλοκη»;
Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, εμϕανίζονται ελαϕρώς πιο αισιόδοξες. Πιστεύουν ότι η επιστροϕή των καταθέσεων θα ακολουθήσει διαϕορετικό μονοπάτι και θα αποκτήσει διαστάσεις ουσιαστικής τόνωσης του τραπεζικού συστήματος μέσα στο 2017. Βέβαια, είναι οι ίδιες τράπεζες που δήλωναν αισιόδοξες ότι θα επιστρέψουν στην ανάκαμψη μετά την πρώτη ανακεϕαλαιοποίηση και τρία χρόνια μετά βρισκόμαστε στο ίδιο μετερίζι, περιμένοντας την ανάκαμψη. Όμως, τις εκτιμήσεις αυτές οι τράπεζες τις κάνουν με την παραδοχή ότι θα υπάρξει σταθεροποίηση τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και στην οικονομία.
«Μακάρι να μπορούσαμε να ϕτάσουμε… χθες στα 237,8 δισ. ευρώ που είναι το υψηλότερο επίπεδο μέχρι σήμερα και το οποίο καταγράϕηκε τον Σεπτέμβριο του 2009. Όμως δεν είναι καθόλου εύκολο», σημειώνει με νόημα διοικητικό στέλεχος τράπεζας στο liberal.gr. για να προσθέσει: «Δυστυχώς είναι πολλοί οι παράγοντες που θα επηρεάσουν μία τέτοια εξέλιξη και για αρκετά χρόνια θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τα νέα δεδομένα».
Ο ίδιος εξηγεί ότι η χωρίς προβλήματα συνεργασία κυβέρνησης-δανειστών και η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα ανοίξουν τον δρόμο για την αναδιάρθρωση του χρέους. «Αυτό μπορεί να είναι το σημείο καμπής, μετά το οποίο η οικονομία θα αποκτήσει άλλη δυναμική και οι τράπεζες θα ωϕεληθούν από τη σταθερότητα».
«Όμως η επιστροϕή των καταθέσεων είναι πάνω απ’ όλα θέμα ψυχολογίας και η ψυχολογία του Έλληνα δύσκολα να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, άρα δεν περιμένουμε θαύματα. Μία αύξηση των καταθέσεων ακόμη και 10% ετησίως ίσως είναι πιο εϕικτή», προσθέτει.
Σε πρόσϕατη έκθεσή της, η Wood & Company βάζει στη… ζυγαριά τους καταλύτες που θα κρίνουν την ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψουν οι τράπεζες, εκτιμώντας παράλληλα ότι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης θα γίνει με μικρά βήματα.
Στις θετικές εξελίξεις που αναμένονται είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και η έναρξη των συνομιλιών για την αναδιάρθρωση του χρέους. Επίσης, το ΑΕΠ εμϕανίζει απροσδόκητες αντοχές, ενώ οι τράπεζες προβλέπεται να επιστρέψουν μετά από αρκετά ζημιογόνα χρόνια και τρεις γύρους ανακεϕαλαιοποίησης σε κερδοϕόρο έδαϕος.
Στον αντίποδα, ο οίκος εκτιμά ότι η διαχείριση των κόκκινων δανείων δεν θα είναι εύκολη με αποτέλεσμα να χρειαστεί χρόνος για να καταγραϕεί σημαντική ανάκτηση δανείων. Επίσης, η ποιότητα των κεϕαλαίων παραμένει σε σχετικά αδύναμα επίπεδα λόγω του αναβαλλόμενου ϕόρου.
Του Κωνσταντίνου Μαριόλη από Liberal
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.